-
1 прибыль
-и θ.1. κέρδος•получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•
крупная прибыль μεγάλο κέρδος•
погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•
чжстая прибыль καθαρό κέρδος•
торговая прибыль εμπορικό κέρδος•
извлекать прибыль βγάζω κέρδος•
приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.
2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;
3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•
вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.
εκφρ.пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει. -
2 доход
το εισόδημα, τα έσοδα, (прибыль) το κέρδοςизвлекать - βγάζω κέρδος, κερδίζω-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доход
-
3 польза
το όφελ/ος, (выгода) το κέρδοςбез - ы χωρίς κέρδος, χωρίς -приносить - у эк. δίνω κέρδοςс - ой με κέρδος, με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > польза
-
4 прибыль
прибыльж1. τό κέρδος:чистая \прибыль τό καθαρό κέρδος· получать \прибыль ἔχω κέρδος· приносить \прибыль ἀποφέρω είσόδημα, φέρνω κέρδος·2. (польза) разг τό ὄφελος, ἡ ὠφέλεια:какая мие в этом \прибыль? τι ὄφελος ἔχω;·3. (прибавление) ἡ ἀβξηση [-ις]:\прибыль населения ἡ αὐξήση τοῦ πληθυσμοῦ. -
5 прибыль
1. (сумма, составляющая разницу, на которую доход превышает затраты) το κέρδος 2. эк. (доход, источником которого является прибавочная стоимость) το κέρδος, το όφελος, η απολαβή 3. (польза, выгода) το όφελος, η ωφέλεια, το κέρδος 4. (увеличение, прибавление) η (επ)αύξηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прибыль
-
6 доход
-а α.έσοδο, εισόδημα, πρόσοδος, κέρδος•ежегодный доход ετήσιο έσοδο•
национальный -εθνικό εισόδημα•
приносить доход φέρω (δίνω) κέρδος•
извлекать доход (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκομίζω (βγάζω) κέρδος (όφελος)•
трудовые -ы εργατικά έσοδα.
-
7 выгода
το όφελος, το κέρδος, το συμφέρονизвлекать - у έχω όφελος/κέρδοςиспользовать с - ой εκμεταλλεύομαι/χειρίζομαι με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выгода
-
8 выгода
-
9 выигрыш
-
10 доход
-
11 польза
-
12 прибыль
-
13 доход
доходм τό ἔσοδο, τό είσόδημα, τό κέρδος (от предприятия, хозяйства)/ ἡ πρόσοδος (с земли) / ἡ ἐϊσπραξη [-ις] (выручка):статья \дохода τό ἐσοδο· национальный \доход τό ἐθνικό είσόδημα· трудовые \доходы τά ἐργατικά είσοδήματα· приносить \доход φέρνω κέρδη· извлекать \доход прям., перен ἐπωφελούμαι, βγάζω κέρδος. -
14 нажива
нажи́в||аж τό κέρδος, τό ὀφελος, ἡ ὠφέλεια:в погоне за \наживаой κυνηγώντας τό κέρδος. -
15 выгода
-ы θ.όφελος, κέρδος• συμφέρο•на базе взаимной -ы στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος•
иметь выгода έχω κέρδος, πλεονέκτημα, προτέρημα.
-
16 нажива
-
17 прибыльный
επ.επικερδής, ωφέλιμος, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής. || του κέρδους, από κέρδος•-ые деньги χρήματα από κέρδος.
-
18 арбитраж
1. (суд) η διαιτησία, το αρμπιτράζ (ξεν.) 2. фин. η πρόκριση της συναλλαγήςη αγορά και άμεση πώληση (συναλλάγματος, χρεωγράφων) για άμεσο κέρδος (από τη διαφορά τιμής μεταξύ των δύο αγορών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арбитраж
-
19 выигрыш
το κέρδος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выигрыш
-
20 выручка
фин. 1. (деньги от продажи чего-л.) η είσπραξη 2. (прибыль, доход) το κέρδος· * получать - у от продажи έχω - από την πώλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выручка
См. также в других словарях:
κέρδος — gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
κέρδος — το ους, υλικό ή ηθικό όφελος: Έχει πολλά κέρδη από το εμπόριο αυτοκινήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον. — См. Хоть стыдно, да сытно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ κέρδος ἄνδρα ἐξυπνίζει. — τὸ κέρδος ἄνδρα ἐξυπνίζει. См. Ранняя птичка носок прочищает, поздняя глаза продирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κέρδει — κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (attic epic) κέρδεϊ , κέρδος gain neut dat sg (epic ionic) κέρδος gain neut dat sg κερδαίνω gain pres imperat act 2nd sg (attic epic) κερδαίνω gain imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδη — κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερδαίνω gain pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κερδαίνω gain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδέων — κέρδος gain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίων — κέρδος gain neut gen pl (doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (doric) κερδί̱ων , κερδίων more profitable masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδῶν — κέρδος gain neut gen pl (attic epic doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (attic epic doric) κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)