Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

(κτερίσματα

  • 1 Funeral

    subs.
    P. and V. τφος, ὁ, ταφή, ἡ, κῆδος, τό (Plat.).
    For funeral ceremonies see Thuc. 2, 34, and Eur., Hel. 1240-1277.
    Carrying out for burial: P. and V. ἐκφορά. ἡ.
    Carry in funeral procession, v. trans.: P. and V. ἐκφέρειν (acc.), V. κομίζειν (acc.).
    Attend a funeral: P. συνεκφέρειν (absol.).
    Funeral feast, subs.: P. περίδειπνον, τό.
    Funeral gifts: V. κτερίσματα, τά, P. and V. ἐντφια, τά.
    Funeral honours: V. κτερίσματα, τά.
    Give funeral honours to, v.: V. κτερίζειν (acc.), ἁγνίζειν (acc.).
    Deprived of funeral honours, adj.: V. ἀκτέριστος, μοιρος.
    Funeral oration, subs.: P. λόγος ὁ ἐπὶ τοῖς θαπτομένοις (Thuc. 2, 35), λόγος ἐπιτάφιος (Dem. 499).
    Funeral pile: P. and V. πυρά, ἡ, V. πυρκαιά, ἡ.
    Funeral rites: P. and V. νόμιμα, τά (Eur., Hel. 1277), P. τὰ νομιζόμενα.
    When any of them died and his funeral was taking place: P. ἐπειδὴ τελευτήσειέ τις αὐτῶν καὶ τὰ νομιζόμενα φέροιτο (Dem. 308).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Funeral

  • 2 Last

    subs.
    Shoemaker's last: P. καλάπους, ὁ.
    ——————
    adj.
    Of time or position: P. and V. τελευταῖος, ἔσχατος, ὕστατος, V. λοίσθιος, λοῖσθος.
    The very last: Ar. and V. πανύστατος.
    Of degree: P. and V. ἔσχατος, τελευταῖος.
    At last: P. and V. τέλος, V. εἰς τέλος, Ar. and P. τὸ τελευταῖον, or use P. and V. τελευτῶν, agreeing with subject.
    A blow would have been dealt at last: V. κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα (Soph., Ant. 260).
    After a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    Breathe one's last: P. ἀποψύχειν (Thuc.). V. ἐκπνεῖν, ἐκπνεῖν βίον, ἐκπνεῖν ψυχήν, ποψυχεῖν βίον; see also Die.
    For the last time: P. and V. ὕστατον, ἔσχατον, Ar. and V. πανύστατον, V. πανύστατα.
    To the last: P. εἰς τοὔσχατον (Thuc. 3, 46).
    Last night: V. ἡδὲ νύξ, ἡ νῦν νύξ, P. ἡ παρελθοῦσα νύξ.
    Last year: Ar. and P. πέρυσι(ν).
    Last year's: Ar. and P. περυσινός.
    The year before last: P. προπέρυσι.
    Last winter: P. τοῦ προτέρου χειμῶνος.
    For about the last four hundred years the Lacedaemonians have enjoyed the same constitution: P. ἔτη ἐστι μάλιστα τετρακόσια... ἀφʼ οὗ οἱ Λακεδαιμόνοι τῇ αὑτῇ πολιτείᾳ χρῶνται (Thuc. 1, 18).
    In the last few days: P. ἐν ταῖσδε ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις (Plat., Crito, 49A).
    For the last ten years I have wasted in misery: V. ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδʼ ἤδη δέκατον (Soph., Phil. 311).
    Last offices to the dead: P. τὰ νομιζόμενα, V. κτερίσματα, τὰ, τὰ πρόσφορα.
    Pay last offices to, v.: V. γαπᾶν (acc.) (Eur. Supp. 764; Hel. 937), γαπάζειν (Eur., Phoen. 1327), P. νομιζόμενα ποιεῖν (dat.).
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν. V. ζῆν, Ar. and P. διαγίγνεσθαι,
    Hold good: P. and V. ἐμμένειν.
    Be prolonged: P. and V. χρονίζεσθαι, V. χρονίζειν.
    V. trans. Suffice: P. and V. ἀρκεῖν (dat.), ἐξαρκεῖν (dat.); see Suffice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Last

  • 3 Offering

    subs.
    Gift: P. and V. δῶρον, τό, χρις, ἡ, δωρεά, ἡ, δόσις, ἡ, ἔρανος, ὁ, Ar. and V. δώρημα, τό (also Plat. but rare P.).
    Dedicatory offering: P. and V. νθημα, τό.
    Sacrifice: P. and V. θῦμα, τό, V. θύος, τό; see Sacrifice.
    Tears I gave and made solemn offering of my hair: V. δάκρυα τʼ ἔδωκα καὶ κόμης ἀπηρξάμην (Eur., El. 91.).
    First fruits: P. and V. ἀκροθνια, τά (sing. sometimes in V.), παρχαί, αἱ (sing. Plat., Prot. 343B). Bringing offerings of hair also libations from me: V. κόμης ἀπαρχὰς καὶ χοὰς φέρουσ(α)ʼ ἐμάς (Eur., Or. 96).
    Offerings to the dead: P. and V. ἐντφια, τά, V. κτερίσματα, τά.
    Burnt offerings: V. ἔμπυρα, τά.
    Offerings thrown into the sea: V. ποντίσματα, τά.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Offering

  • 4 Office

    subs.
    P. and V. ἀρχή, ἡ (Eur., And. 699).
    Honour: P. and V. τιμή, ἡ.
    Privilege: P. and V. γέρας, τά.
    Hold office: Ar. and P. ἀρχὴν ἄρχειν or ἄρχειν alone.
    Having held high office: P. μεγάλας ἀρχὰς ἄρξας (cf., Ar., Vesp. 619).
    Petty office: Ar. and P. ἀρχδιον, τό.
    Work, duty: P. and V. ἔργον, τό, V. χρέος, τό, τέλος, τό, P. τάξις, ἡ.
    Menial offices: P. δουλικὰ διακονήματα (Plat.).
    Function: V. μοῖρα, ἡ (Æsch., Eum. 476).
    Service, kindness: P. and V. χρις, ἡ. P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service.
    Workroom: Ar. and P. ἐργαστήριον, τό.
    Last offices ( to the dead): P. τὰ νομιζομενα, V. κτερίσματα, τά, τὰ πρόσφορα; see Funeral.
    Pay last offices to: P. τὰ νομιζόμενα ποιεῖν (dat.), V. γαπᾶν (acc.) (Eur., Supp. 764, Hel. 937), γαπάζειν (acc.) (Eur., Phoen. 1327.).
    Are not the last offices being performed over her? V. οὔκουν ἐπʼ αὐτῇ πράσσεται τὰ πρόσφορα; (Eur., Alc. 148).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Office

См. также в других словарях:

  • κτερίσματα — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερίσματ' — κτερίσματα , κτερίσματα neut nom/voc/acc pl κτερίσματι , κτερίσματα neut dat sg κτερίσματε , κτερίσματα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερισμάτων — κτερίσματα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτερίσμασιν — κτερίσματα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπόλεις - νεκροταφεία — Με τον όρο «νεκρόπολις» χαρακτηρίζεται κάθε περιοχή, όπου θάβονταν, όπως και σήμερα, στην αρχαία εποχή οι νεκροί μιας πόλης, ή ενός απλού οικισμού. Οι περιοχές αυτές ήταν πάντοτε έξω από τον περίβολο του οικισμού ή τα τείχη της πόλης και η έκτασή …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»