-
1 кран
-
2 ключ
1. (инструмент) η κλείς, η κλείδα, разг. το κλειδίтрубный - των σωλήνων, ο σωληνοκάβουρας2. (эл.,элн.) о διακόπτης 3. муз. το κλειδί 4. (источник, родник) η πηγή, η κρήνη 5. свз. о κωδικός 6. (дверной) το κλειδί (της πόρτας/θύρας) 7.(зажигания) το κλειδί (της ανάφλε-ξης/εκκίνησης) 8. (телеграфный) το χειριστήριο, ο μεταδότης (των τηλεγραφικώνσημάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ключ
-
3 родник
η πηγή, η βρύση, η κρήνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > родник
-
4 ключ
ключ Iм1. τό κλειδί, ἡ κλείς:запирать на \ключ κλειδώνω·2. муз. τό κλειδί, ἡ κλείς:скрипичный \ключ τό κλειδί τοῦ σόλ· басовый \ключ τό κλειδί τοῦ φά.ключ IIм (источник) ἡ πηγή, ἡ βρύση, ἡ κρήνη· ◊ кипеть \ключом βράζω, κοχλάζω· бить \ключо́м ἀναβλύζω (об источнике), перен βράζω. -
5 родник
родникм ἡ πηγή, ἡ βρύση, ἡ κρήνη. -
6 водоразборный
επ. водоразборный кран κρουνός, κρήνη. -
7 гидрант
-а α.υδρεία, πηγή, κρήνη, κρουνός. -
8 колонка
-и θ.1. κιονίσκος, στυλίσκος.2. στήλη (γραφής, εφημερίδων κλπ.).3. θερμοσί-φονας. || κάθε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος•водопроводная колонка κρήνη, κρουνός.
-
9 криница
-ы θ. (διαλκ.) κρήνη, βρύση. || πηγάδι. -
10 родник
-а α.1. πηγή, βρύση, κρήνη.2. μτφ. αφετηρία, αρχή, ξεκίνημα.
См. также в других словарях:
κρήνη — well fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρήνῃ — κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — η πηγή, βρύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρήνη — Κρῆνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήνῃ — Κρῆνος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό … Dictionary of Greek
Καλλιρόης, κρήνη της- — Βλ. λ. Εννεάκρουνος … Dictionary of Greek
εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των … Dictionary of Greek
κρήνηι — κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνῃ , κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ … Dictionary of Greek