Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(κράτος)

  • 1 état

    κράτος

    Dictionnaire Français-Grec > état

  • 2 devlet

    κράτος, δημόσιο, πολιτεία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > devlet

  • 3 государство

    ουδ.
    κράτος, πολιτεία, επικράτεια•

    социалистическое государство σοσιαλιστικό κράτος•

    буржуазное государство καπιταλιστικό κράτος•

    союзное государство ενωσιακό κράτος•

    многонациональное государство πολυεθνικό κράτος.

    Большой русско-греческий словарь > государство

  • 4 государств^

    государств^
    с τό κράτος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐπικράτεια:
    Советское \государств^ τό Σοβιετι-κό[ν] κράτος, ἡ Σοβιετική ἐπικράτεια· многонациональное \государств^ τό πολυεθνικό[ν] κράτος· глава \государств^а ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > государств^

  • 5 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 6 Mastery

    subs.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    Victory: P. and V. νκη, ἡ, κρτος, τό.
    Mastery over: P. ἐγκράτεια, ἡ (gen.), P. and V. κρτος, τό (gen.).
    Have the mastery over, v.; P. and V. κρατεῖν (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mastery

  • 7 Might

    v. intrans.
    Be able: P. and V. δύνασθαι, ἔχειν; see Able.
    As a mild form of command: use V. ν (with optative).
    Might have: see may have, under May.
    As might well have been, as is probable: P. and V. ὡς εἰκός.
    You might have, it was open to you: P. and V. ἐξῆν σοι (infin.), παρῆν σοι (infin.), παρεῖχέ σοι (infin.); see under Open.
    But for so and so the Phocians might have been saved: P. εἰ μὴ διὰ τὸ καὶ τὸ ἐσώθησαν ἂν οἱ Φωκεῖς (Dem. 364).
    ——————
    subs.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.); see Strength.
    Power, authority: P. and V. κρτος, τό. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ἐξουσία, ἡ. V. σθένος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    With might and main: P. κατὰ κράτος, παντὶ σθένει. Ar. κατ τὸ καρτερόν; see Vigorously.
    Might, as opposed to right: P. and V. βία, ἡ, ἰσχς, ἡ, τὸ καρτερόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Might

  • 8 государство

    государство с το κράτος
    * * *
    с
    το κράτος

    Русско-греческий словарь > государство

  • 9 держава

    держава ж το κράτος, η δύναμη; великие \державаы οι μεγά λες δυνάμεις
    * * *
    ж
    το κράτος, η δύναμη

    вели́кие держа́вы — οι μεγάλες δυνάμεις

    Русско-греческий словарь > держава

  • 10 многонациональный

    многонациональный πολυεθνής' \многонациональныйое государство το πολυεθνές κράτος
    * * *

    многонациона́льное госуда́рство — το πολυεθνές κράτος

    Русско-греческий словарь > многонациональный

  • 11 суверенный

    суверенный κυρίαρχος; κυριαρχικός; \суверенныйое государство το κυρίαρχο κράτος; \суверенныйые права τα κυριαρχικά δικαιώματα
    * * *
    κυρίαρχος; κυριαρχικός

    сувере́нное госуда́рство — το κυρίαρχο κράτος

    сувере́нные права́ — τα κυριαρχικά δικαιώματα

    Русско-греческий словарь > суверенный

  • 12 буферный

    бу́фер||ный
    прил τοῦ συγκρουστήρα, τοῦ ἀποκρου-στήρα; ◊ \буферныйное государство κράτος-ταμπόν, κράτος-συγκρουστήρας.

    Русско-новогреческий словарь > буферный

  • 13 держава

    держа́в||а
    ж ἡ δύναμη [-ις], τό κράτος:
    Советская \держава τό Σοβιετικό κράτος· великие \державаы οἱ μεγάλες δυνάμεις.

    Русско-новогреческий словарь > держава

  • 14 казна

    θ. παλ.
    1. δημόσιο ταμείο•

    государственная казна το θησαυροφυλάκιο.

    2. το δημόσιο, το κράτος•

    школы и больницы строит казна τα σχολεία και τα νοσοκομεία τα χτίζει το κράτος.

    3. χρήματα, περιουσία.

    Большой русско-греческий словарь > казна

  • 15 неметчина

    θ. παλ. γερμανικό κράτος ή και κάθε ξένο έδαφος ή κράτος. || κάθε τι γερμανικό ή και μη γερμανικό.

    Большой русско-греческий словарь > неметчина

  • 16 Command

    v. trans.
    Bid: P. and V. κελεύειν (τινά τι), ἐπιτάσσειν (τινί τι), προστάσσειν (τινί τι), ἐπιστέλλειν (τινί τι), ἐπισκήπτειν (τινί τι), Ar. and V. ἐφεσθαι (τινί τι).
    Command in addition: V. ἐπεντέλλειν (τινί τι.
    Command beforehand: V. προὐξεφεσθαι (absol.).
    With infin.: P. and V. κελεύειν (acc.), ἐπιστέλλειν (acc. or dat.), ἐπιτάσσειν (dat.), προστάσσειν (dat.), τάσσειν (dat.), ἐπισκήπτειν (dat.), Ar. and V. ἐφεσθαι (dat.), V. νώγειν (acc.), αὐδᾶν (acc. or dat.), ἐννέπειν (acc. or dat.), λέγειν (dat.), φωνεῖν (acc.), μυθεῖσθαι (absol.), ἐξεφεσθαι (absol.).
    Join in commanding: P. and V. συγκελεύειν (absol.).
    Be at head of: P. and V. ἐφίστασθαι (dat.).
    Rule over: P. and V. ἄρχειν (gen.), κρατεῖν (gen.); see Rule.
    Be in command of: P. and V. ἡγεῖσθαι (gen., V. also dat.), ἄρχειν (gen., V. also dat.), P. ἡγεμονεύειν (gen.).
    As general: P. and V. στρατηγεῖν (gen., V. also dat.), V. στρατηλατεῖν (gen. or dat.).
    Command (a view, etc.): P. and V. παρέχειν, ἔχειν.
    A position that was precipitous and directly commanded the city: P. χωρίον ἀπόκρημνον καὶ ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς κείμενον (Thuc. 6, 96).
    So that, though only a few men were thrown into it ( the fort), they could command the entrance: ὥστε καθεζομένων ἐς αὐτὸ ἀνθρώπων ὀλίγων ἄρχειν τοῦ εἴσπλου (Thuc. 8, 90).
    Command the sea, v.: P. θαλασσοκρατεῖν (Thuc. 7, 48).
    ——————
    subs.
    P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό, V. ἐντολή, ἡ (Plat. also but rare P.), κέλευσμα, τό, κελευσμός, ὁ, ἐφετμή, ἡ, ἐπιστολαί, αἱ.
    Word of command: P. and V. κέλευσμα, τό, P. σημεῖον, τό, παράγγελμα, τό.
    Pass word of command: P. and V. παραγγέλλειν.
    Leadership: P. ἡγεμονία, ἡ.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    Post of general: P. and V. στρατηγία, ἡ.
    Be in command, v.; P. and V. στρατηγεῖν, V. στρατηλατεῖν.
    The command of the sea, subs.: P. τὸ τῆς θαλάσσης κράτος (Thuc. 1, 143).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Command

  • 17 Government

    subs.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό, or use V. σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.
    Kingship: P. and V. τυραννς, ἡ.
    Affairs: P. and V. τὰ πράγματα, Ar. and V. πρᾶγος, τό.
    Constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.
    Magistrates: P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κρια, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί.
    Form of government: P. κόσμος, ὁ, or use τάξις πολιτείας, ἡ.
    The government that was then being established: P. τὰ τότε καθιστάμενα πράγματα.
    I am friendly to the established government: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145, 37).
    Carry on the government. v.: Ar. and P. πολιτεύεσθαι. P. and V. τὰ τῆς πόλεως πράσσειν.
    The nine Archons at that time carried on most of the duties of government: P. τότε τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἔπρασσον (Thuc. 1, 126.)
    Has the government been left to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).
    Good government, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.
    Enjoy good government, v.: P. εὐνομεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Government

  • 18 Storm

    subs.
    P. and V. χειμών, ὁ, Ar. and V. θύελλα, ἡ, τυφώς, ὁ, V. χεῖμα, τό, σκηπτός, ὁ.
    Storm of rain: P. χειμὼν νοτερός; see Shower.
    Storm of wind: P. πολὺς ἄνεμος, ὁ, Ar. and P. πρηστήρ, ὁ (Xen.), V. φυσήματα, τά.
    For reference to storms, see Soph., Ant. 417-421; Thuc. 3, 22.
    met., P. and V. σκηπτός, ὁ, V. χειμών, ὁ.
    Storm ( of troubles): use P. and V. πέλαγος, τό (Plat.), τρικυμία, ἡ (Plat.), V. κλύδων, ὁ.
    Storm of weapons: V. νιφς, ἡ; see Shower.
    Coming forward amid a storm of protest and remonstrance: P. παρελθὼν πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμόν (Thuc. 8, 53).
    Be caught in a storm, v.: lit. and met., P. and V. χειμάζεσθαι.
    When the god raises a storm: V. θεοῦ χειμάζοντος (Soph., O. C. 1503).
    Take by storm: P. βίᾳ αἱρεῖν, κατὰ κράτος αἱρεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Rage, be angry: P. and V. ὀργίζεσθαι, θυμοῦσθαι; see under Angry.
    Be mad: P. and V. λυσσᾶν (Plat.), οἰστρᾶν (Plat.), βακχεύειν (Plat.); see under mad.
    Storm against, attack with words, met.: P. and V. ἐπιπλήσσειν, P. καθάπτεσθαι (gen.); see Accuse.
    v. trans. Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.); see Attack.
    Take by storm: P. κατὰ κράτος αἱρεῖν, βίᾳ αἱρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Storm

  • 19 Triumph

    subs.
    Victory: P. and V. νκη, ἡ, κρτος, τό; see also Glory.
    Triumph over: P. and V. νκη, ἡ (gen.), κρτος, τό (gen.).
    Boastfulness: P. and V. ὄγκος, ὁ, P. μεγαλαυχία, ἡ, V. τὸ γαῦρον, Ar. and V. κομπάσματα, τά; see Boast, Boastfulness.
    Rejoicing: P. and V. χαρά, ἡ; see Joy.
    Public festival: P. and V. ἑορτή, ἡ, θυσία, ἡ.
    Procession: P. and V. πομπή, ἡ.
    Shout of triumph: V. ὀλολυγμός, ὁ.
    Song of triumph: P. and V. παιν, ὁ.
    Raise song of triumph, v.: P. and V. παιωνίζειν (absol.), Ar. and V. ὀλολύζειν (absol.), ἐπολολύζειν (absol.), V. παιᾶνα ἐπεξιακχιάζειν, παιᾶνα ἐφυμνεῖν, νολολύζειν (absol.).
    ——————
    v. intrans.
    Be victorous: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν; see Conquer.
    Triumph over, conquer: P. and V. νικᾶν (acc.), κρατεῖν (acc. or gen.), Ar. and P. ἐπικρατεῖν (gen.).
    Set up a trophy over: P. and V. τροπαῖον (or pl.) ἱστναι (or mid.) (gen.).
    Boast: P. and V. μέγα λέγειν, P. μεγαλαυχεῖσθαι, V. αὐχεῖν (also Thuc. but rare P.); see Boast.
    Rejoice: P. and V. χαίρειν, γεγηθέναι (rare P.), ἥδεσθαι.
    Triumph over, rejoice over: P. and V. ἐπιχαίρειν (dat.), χαίρειν (dat. or ἐπ, dat.); see rejoice at, under Rejoice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Triumph

  • 20 государство

    το κράτος, η πολιτεία
    суверенное - κυρίαρχο -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > государство

См. также в других словарях:

  • κράτος — strength neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»