Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(κεφαλήν

  • 1 приклонить

    -оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•

    приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.

    || κλίνω, γέρνω•

    приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.

    εκφρ.
    голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•
    негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•
    приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).
    λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > приклонить

  • 2 двор

    двор
    я
    1. ἡ αὐλή, τό προαύλιο[ν], ὁ περίβολος:
    задний \двор ἡ πίσω αὐλή, τό ὀπισθαύλιο· проходной \двор ἡ ἀνοιχτή αὐλή·
    2. эк. (крестьянское хозяйство) τό ἀγροτικό[ν] νοικοκυριό:
    деревня в сто \дворо́в χωριό μ' ἐκατό σπίτια, χωριό μ' ἐκατό νοικοκυριά·
    3. (царский) ἡ αὐλή· ◊ постоялый \двор уст. τό χάνι, τό πανδοχείο· монетный \двор τό νομισματοκοπείο· птичий \двор τό κοτέτσι, ὁ ὀρνιθώνας· скотный \двор а) ὁ σταΰλος, τό ἀχοῦρι, б) τό βουστάσιο (коровник)· на \дворе́ (на улице) ἔξω· весна на \дворе Εφτασε ἡ ἀνοιξη· на \дворе мороз ἔξω κάνει παγωνιά· у него́ ни кола ни\двора εἶναι ἀστεγος, δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίναν быть (прийтись) не ко \двору́ δέν ταιριάζω.

    Русско-новогреческий словарь > двор

  • 3 поникать

    поникать
    несов, поникнуть сое. σκύβω, κλίνω:
    \поникать головой σκύβω τό κεφάλι, κλίνω τήν κεφαλήν.

    Русско-новогреческий словарь > поникать

  • 4 приклонить

    приклонить
    сов:
    \приклонить колена κλίνω τό γόνυ, γονατίζω· ему негде голову \приклонить δέν ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλΐναι.

    Русско-новогреческий словарь > приклонить

  • 5 склонять

    склоня||ть
    несов
    1. (наклонять) κλίνω (μετ.), σκύβω, κύπτω:
    \склонять голову σκύβω τό κεφάλι, κύπτω τήν κεφαλήν
    2. (располагать, привлекать) παρασέρνω, παρασύρω/ πείθω (убеждать сделать что-л.):
    \склонять на свою сторону παρασέρνω κάποιον μέ τό μέρος μου·
    3. грам. κλίνω.

    Русско-новогреческий словарь > склонять

  • 6 поголовный

    επ.
    1. κατά κεφαλήν, κατά κεφάλια, κατά μονάδα, κατ άτομο•

    -счт скота μέτρημα των ζώων κατά κεφάλια.

    2. γενικός, καθολικός• σύσσωμος•

    -ая мобилизация γενική επιστράτευση (πανστρατιά).

    Большой русско-греческий словарь > поголовный

См. также в других словарях:

  • Κεφαλήν — Κεφαλή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλήν — κεφαλή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • подъклонити — ПОДЪКЛОН|ИТИ (13), Ю, ИТЬ гл. Перен.: Подчинить, покорить: Съблюдающе законы вседержителевы. безаконнующи(х) державѣ не по(д)клонисте. чти лукавы(м) не подасте дѣмоном. Мин к. XIV (май), 19 об.; аще лѣпо вiны рещи. имиже неч(с)тью подъклониша.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARCTOS — I. ARCTOS mons iuxta Propontidem, quem semiferi et horrendi gigantes ex terra geniti incolebant, quos etiam Thessalos fuisse dicit Deilochus: Apollonius vero, in Herculis perniciem, a Iunonone fabulose scribit creatos. Fabulae a leone Nemaeo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAPITA Militum — apud Vegetium, l. 3. c. 3. praecipui sunt primores exercitus, Gallis les Chefs: Κεφαλαὶ Graecis recentioribus. Constantinus Porphyrogen. in Tacticis, p. 8. Καὶ ἐπόιουν κεφαλην` εἰς αὐτοὺς, καὶ ἔλεγον την` μὲν κεφαλην` ςτρατηγὸν, καὶ την` φάλαγγα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAPITE multa testabantur Veteres — Allidebant in luctu. Victorinus de Augusto, post cladem Varianam. In tantum per doluti, ut cerebri variô incussu parietem pulsaret, veste, capillôque et reliquis lugentium indictis deformis. Livius l. 25. c. 27. Postquam Asdrubalem Gisgonis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROTARE Arma — apud Auctorem Panegyrici ad Pisonem; Arma tuis etiam si forte rotare lacertis, Inque gradum clausis libuit consistere membris; Et vitare simul, simul et captare petentem: Vegetio est, Scutum rotare, l. 2. c. 14. Praeterea, sicut Centurio… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»