-
1 калибровка
(измерительных приборов) η διακρίβωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калибровка
-
2 плододробилка
ο μύλος καρπών/φρούτων/οπωρικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плододробилка
-
3 плодомойка
το μηχάνημα πλυσίματος των καρπών/φρούτων/οπωρικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плодомойка
-
4 плодорезка
το μηχάνημα κοπής καρπών/φρούτων/οπωρικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плодорезка
-
5 плодосортировка
η επιλογή καρπών κατά την ποιότητα ή το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плодосортировка
-
6 плодосушилка
ο ξηραντήρας καρπών ή φρούτων/οπωρικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плодосушилка
-
7 плодосъёмник
το μηχάνημα συλλογής καρπών ή φρούτων/οπωρικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плодосъёмник
-
8 плодохранилище
η αποθήκη καρπών ή φρούτων/οπωρικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плодохранилище
-
9 плюска
бот. το κύπελλο, η (ξυλώδης και αγκαθωτή) θήκη μερικών καρπών (π.χ. των βαλανιδιών, φουντουκιών, καστανιών κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюска
-
10 помол
1. (измельчение) το άλεσμα, η άλεση 2. (качество помола) η ποιότητα του αλέσματος 3. (количество смолотого в определённый срок зерна) η άλεση (η ποσότητα δημητριακών ή άλλων καρπών που μπορεί να αλεστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помол
-
11 вредитель
-я α.1. παράσιτο φυτών και καρπών.2. ζημιωτής, δολιοφθορέας, σαμποταριστής. -
12 вылежка
-и θ.παραμονή μαζεμένων καρπών για ωρίμαση. -
13 выспевание
-я ουδ.ωρίμαση, γίνωμα•-плодов η ωρίμαση των καρπών.
-
14 кагат
-а α.σωρός κονδυλόρριζων καρπών στο χώμα (για διατήρηση). -
15 кагатирование
-я ουδ.σώριασμα κονδυλόρριζων καρπών στη γη (για διατήρηση). -
16 кожура
-ы θ.φλούδα (καρπών). -
17 мякоть
-и θ.1. μαλακό μέρος του σώματος• ψαχνό.2. η ψίχα των καρπών. -
18 мясо
-а ουδ.1. κρέας•варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•
жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•
купить -а αγοράζω κρέας•
пирог с -ом κρεατόπιτα•
куриное мясо κοτίσιο κρέας.
|| βοδινό κρέας•купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.
2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.εκφρ.пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί. -
19 плодосбор
-а α.το μάζεμα των καρπών, η καρπολογία, το καρπολόγημα. -
20 плодохранилище
-а ουδ.αποθήκη συντήρησης καρπών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Καρπῶν — Καρπώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπῶν — καρπέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) καρπός 1 fruit masc gen pl καρπός 2 wrist masc gen pl καρπόω bear fruit pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρπόω bear fruit pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καρπόω bear… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπων — καρπόω bear fruit imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καρπόω bear fruit imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κοκκέλαιο ή κοκκόλιπος — Η λιπαρή ύλη που λαμβάνεται από τους πυρήνες των καρπών του κοκκοφοίνικα (ινδική καρύδα). Για την εξαγωγή του κ. οι πυρήνες αυτοί, που ονομάζονται και κόπρα, υποβάλλονται σε έκθλιψη. Η διαδικασία τελείται είτε στη χώρα παραγωγής της κόπρας είτε… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
λυκοπένιο — το χημ. οργανική ένωση που ανήκει στη σειρά τών ισοπρενοειδών, στην οποία οφείλεται το κόκκινο χρώμα τών καρπών τής ντομάτας, τών ανθέων και τών καρπών τής άγριας τριανταφυλλιάς, καθώς και πολλών άλλων καρπών … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
αγουρέλαιο — και αγουρόλαδο, το (το «ὀμφάκινον ἔλαιον» των αρχαίων) (Τροφ. Τεχνολ.) πρόσφατο ελαιόλαδο, καλής συνήθως ποιότητας, με ευχάριστη χαρακτηριστική οσμή ελιάς. Λαμβάνεται με έκθλιψη τών καρπών τής ελιάς, που συλλέγονται πριν ωριμάσουν τελείως. Η ίδια … Dictionary of Greek
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek