-
1 Responsibility
subs.P. and V. αἰτία, ἡ.Task: P. and V. ἔργον, τό.Duty: P. τάξις, ἡ.On one's own responsibility: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης, or ἀφʼ ἑαυτοῦ (Thuc. 5, 60).Take responsibility of, take on oneself: P. ἐφʼ ἑαυτὸν ἀναδέχεσθαι (acc.) (Dem. 704).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Responsibility
См. также в других словарях:
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek