-
1 ликование
-я ουδ. (αν)αγαλλίαση, ευφροσύνη. -
2 наслаждение
-я ουδ.απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.
-
3 нега
-и θ.ευδαιμονία, πλούτος μακαριότητα. || αγαλλίαση, ευφροσύνη• ψυχική ηρεμία. || τρυφερότητα, περιπάθεια. -
4 отрада
-ы θ.ευχαρίστηση, χαρά, ευφροσύνη, ευαρέστηση ικανοποίηση. -
5 просветлённость
-и θ.χαρά, αγαλλίαση, ευφροσύνη. -
6 радость
-и θ.χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•
он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•
прыгать от -и πηδώ από χαρά•
какая -! τι χαρά!•
шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.
εκφρ.на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•не в радость – είμαι άχαρος•жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη. -
7 светлость
-и θ.1. φωτεινότητα.2. διαύγεια, καθαρότητα.3. ξανθότητα.4. λαμπρότητα.5. καλοσύνη, αγαθοσύνη. || ευχαρίστηση, ευφροσύνη, κλπ. επ. -
8 сладострастие
-я ουδ.ηδυπάθεια, τρυφηλότητα, φιληδονία. || μτφ. απόλαυση, ευφροσύνη• αγαλλίαση. -
9 сладость
-и θ.1. γλυκύτητα, γλύκα, γλυκάδα.2. πλθ. -ж τα γλυκύσματα, τα γλυκά.3. μτφ. ευφροσύνη, αγαλλίαση. -
10 торжество
-а ουδ.γιορτασμός• γιορτή•πανηγύρι•национальное торжество εθνικός γιορτασμός•
семейное торжество οικογενειακή γιορτή.
βλ. торжественность. || θρίαμβος•торжество разума θρίαμβος του λογικού•
торжество справедливости θρίαμβος της δικαιοσύνης.
|| ευφροσύνη, αγαλλίαση.
См. также в других словарях:
Εὐφροσύνη — mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσύνῃ — Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυφροσύνη — εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυφροσύνῃ — εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… … Dictionary of Greek
εὐφροσύνη — εὐφρόσυνος cheery fem nom/voc sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφροσύνῃ — εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφροσύνη — η μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση, αγαλλίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐφροσύνηι — εὐφροσύνῃ , εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνῃ , εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσύνηι — Εὐφροσύνῃ , Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐφροσυνῶν — Εὐφροσύνη mirth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)