Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(βάσεις

  • 1 начало

    нача́л||о
    с
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἔναρξις, ἡ ἀπαρχή, τό ἀρχίνισμα:
    \начало работы ἡ Εναρξη τής ἐργασίας· с самого \началоа ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· с \началоа до конца ἀπ· ἀρχής μέχρι τέλους· в \началое января στίς ἀρχές τοῦ Γενάρη· в \началое года στήν ἀρχή τοῦ ἔτους· на новых \началоах πάνω σέ νέες βάσεις, ἐπί νέων βάσεων вести \начало πηγάζω, προέρχομαι· брать \начало от... προέρχομαι..., πηγάζω·..· давать \начало чему́-л. κάμνω ἀρχή κάποιου πράγματος, θεμελιώνω κάτι· для \началоа γιά ν' ἀρχίσουμε·
    2. (основа, источник) ἡ ἀρχή:
    организующее \начало ἡ ὁργανωτική δύναμη·
    3. \началоа мн. (основные положения) βάσεις:
    \началоа химии βάσεις τής χημείας·
    4. \началоа мн. (способы, методы) ἡ ἄρχή. ἡ βάσνς:
    на социалистических \началоах σέ σοσιαλιστικές βάσεις· работать на коллективных \началоах ἐργάζομαι κολλεκ-τιβίστικα· ◊ быть под \началоом у кого-л. εὐρίσκομαι ὑπό τάς διαταγάς κάποιου· лиха беда \начало погов. ἡ ἀρχή εἶναι δύσκολη.

    Русско-новогреческий словарь > начало

  • 2 основ

    основ а ж
    1. ἡ βάση [-ις]:
    положить в \основу βάζω στή βάση, βασίζω, στηρίζω· принимать за \основу παίρνω σάν βάση, ἀποδέχομαι ὡς βάσιν закладывать \основы βάζω τίς βάσεις· на \основе чего-л. ἐπί τῆ βάσει·
    2. \основы мн. οἱ βάσεις:
    \основы марксизма-ленини́зма οἱ βάσεις τοῦ μαρξισμοῦ-λε-νινισμοῦ·
    3. текст. ὁ στήμων, τό στημό-νι:
    набивка \основы τό στημόνιασμα·
    4. лингв. τό θέμα.

    Русско-новогреческий словарь > основ

  • 3 устои

    устои
    мн. ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν], \устои общества οἱ βάσεις τής κοινωνίας· нравственные \устои οἱ ἡθικές βάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > устои

  • 4 фахверк

    ο τύπος οικοδομής με ξύλινες ή σιδερένιες ενισχύσεις/βάσεις (τοποθετούμενες η μία πάνω στην άλλη) μεταξύ των οποίων τοποθετούνται οι πλίνθοι, η δόμηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фахверк

  • 5 военно-воздушный

    военно-возду́шн||ый
    прил της πολεμικής (или στρατιωτικής) ἀεροπορίας:
    \военно-воздушныйые силы ἡ πολεμική ἀεροπορία, οἱ πολεμικές ἀεροπορικές δυνάμεις· \военно-воздушныйые базы οἱ ἀεροπορικές βάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > военно-воздушный

  • 6 незыблемый

    незыблем||ый
    прил ἀκλόνητος, ἀσάλευτος / ἀκράδαντος, ἀτράνταχτος (об убеждениях и т. п.):
    \незыблемыйые основы οἱ ἀκλόνητες βάσεις· \незыблемыйая вера ἡ ἀκράδαντη πίστη.

    Русско-новогреческий словарь > незыблемый

  • 7 подковать

    подковать
    сов, подковывать несов
    1. πεταλώνω·
    2. перен:
    он хорошо́ подкован ἐχει γερές βάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > подковать

  • 8 footing

    1) (balance: It was difficult to keep his footing on the narrow path.) ισορροπία
    2) (foundation: The business is now on a firm footing.) έρεισμα,βάσεις

    English-Greek dictionary > footing

  • 9 grounding

    noun (the teaching of the basic facts of a subject: a good grounding in mathematics.) βάσεις, βασικές γνώσεις

    English-Greek dictionary > grounding

  • 10 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 11 основа

    θ.
    1. βάση• στήριγμα • σκελετός•

    деревянная основа дивана ξύλινη βάση ντιβανιού.

    || μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή•

    положить что-л. в -у βάζω κάτι σαν βάση•

    гьтрясние основ το τράνταγμα των βάσεων•

    принять про-кт решения за -у παίρνω το σχέδιο απόφασης σαν βάση•

    на -е στη βάση• με βάση•

    на -е равноправия με βάση την ισοτιμία•

    авантюрная основа романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος•

    древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού.

    2. πλθ. -ы θεμελιώδεις αρχές•

    -ы химии οι βάσεις της χημείας.

    3. το στιμόνι (υφάσματος).
    4. (γραμμ.) θέμα, ρίζα.
    εκφρ.
    класть в -у – βάζω για βάση• παίρνω για βάση•
    лечь лежать) в основу чего – μπαίνω σαν βάση.

    Большой русско-греческий словарь > основа

  • 12 шатать

    ρ.δ.μ.
    1. κουνώ, σείω, κλονίζω, ταλαντεύω• δονώ•

    шатать столб κουνώ το στύλο•

    шатать зуб κουνώ το δόντι.

    2. απρόσ. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε κατά το βάδισμα,τρικλίζω.
    1. κουνιέμαι, σείομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    μτφ. κλονίζομαι, δονούμαι, γίνομαι ασταθής•

    -ются устои δονούνται οι βάσεις ή τα θεμέλια•

    -ется трон κλονίζεται ο θρόνος.

    2. ταλαντεύομαι, τρικλίζω.
    3. πλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω.

    Большой русско-греческий словарь > шатать

  • 13 элемент

    α.
    1. στοιχείο (στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία: φωτιά, νερό, αέρας κλπ.).
    2.πλθ. στοιχεία, βάσεις, αρχές•

    -ы наук στοιχεία επιστημών.

    3. χημικό στοιχείο.
    4. μέρος του όλου. || εξάρτημα μηχανισμού κλπ.
    5. το χαρακτηριστικό.
    6. εκπρόσωπος κοινωνικός•

    прогрессивные -ы общества προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας•

    вредные -ы βλαβερά (επιβλαβή) στοιχεία•

    чуждые -ы ξένα στοιχεία.

    7. άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο•

    подозрительный ύποπτο στοιχείο.

    8. χημική συσκευή•

    гальванический элемент γαλβανική στήλη•

    сухой элемент στεγνό στοιχείο.

    εκφρ.
    женский элемент – το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες•
    мужской элемент – το ανδρικό φύλο, οι άντρες.

    Большой русско-греческий словарь > элемент

См. также в других словарях:

  • βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… …   Dictionary of Greek

  • βάσεις — βάσις stepping fem nom/voc pl (attic epic) βάσις stepping fem nom/acc pl (attic) βάζω speak aor subj act 2nd sg (epic) βάζω speak fut ind act 2nd sg βά̱σεις , βαίνω walk aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»