Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(βιῶναι

  • 1 Live

    v. intrans.
    Exist: P. and V. ζῆν, εἶναι.
    Breathe: P. and V. ἐμπνεῖν (Plat.), V. ἔχειν πνοάς, or use V. φῶς ὁρᾶν (cf. P. οἳ νῦν ὁρῶσι τοῦ ἡλίου τὸ φῶς διʼ ἐμέ) (Andoc. 9), φάος βλέπειν, or βλέπειν alone, λεύσσειν φάος, αὐγὰς εἰσορᾶν.
    Short in any case was the time left you to live: V. βραχὺς δε σοί. πάντως ὁ λοιπὸς ἦν βιώσιμος χρόνος (Eur., Alc. 649).
    Pass one's life: P. and V. βιῶναι ( 2nd aor. of βιοῦν), διγειν, διαιτᾶσθαι, P. διαβιῶναι ( 2nd aor. of διαβιοῦν), V. καταζῆν βίον, ἡμερεύειν.
    Live one's life to the end: P. and V. βίον διαζῆν, or διαζῆν alone, Ar. and P. διαγίγνεσθαι, V. βίον διαφέρειν, or διαφέρειν alone (or mid.).
    Endure, last: P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν, V. ζῆν.
    Dwell: see Dwell.
    Live in the open: P. and V. αὐλίζεσθαι, καταυλίζεσθαι (Xen.), ἐναυλίζεσθαι (act. used once in V.).
    Make a living: P. βιοτεύειν, Ar. and P. ζῆν, P. and V. διαζῆν.
    He lives on what he collects, begs and borrows: P. ἀφʼ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται ἀπὸ τούτων διάγει (Dem. 96).
    Live as a citizen: P. and V. πολιτεύεσθαι (Eur., frag.).
    You will live to wish: P. ἔτι βουλήσεσθε (Thuc. 6, 86).
    Which of these bad forms of government is the least trying to live under: P. τίς τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν (Plat., Pol. 302B).
    Live with: P. and V. συνοικεῖν (absol. or dat.), συνεῖναι (absol. or dat.), V. συνναίειν (dat.), P. συμβιῶναι (dat. or absol.) ( 2nd aor. of συμβιοῦν), Ar. and P. συζῆν (dat. or absol.).
    Live with in marriage: P. and V. συνοικεῖν (dat.), συνεῖναι (dat.).
    Disagreeable to live with: P. συνημερεύειν ἀηδής (Plat.).
    If you are unfitted to live with: V. εἰ συνεῖναι μὴ ʼπιτηδεία κυρεῖς (Eur., And. 206).
    Worth living, adj.: see under Living.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Live

См. также в других словарях:

  • βιῶναι — βιόω live aor inf act βιώνης one who buys food masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Alter schützt vor Torheit nicht — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O …   Deutsch Wikipedia

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • μήκιστος — η, ο (ΑΜ μήκιστος, ίστη, ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, ίστη, ον) νεοελλ. (για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις τού κρανίου αρχ. 1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»