-
1 газолин
ο πετρελαϊκός αιθέρας/αιθήρ, η γαζολίνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газолин
-
2 эфир
1. хим. ο αιθέρας, ο αιθήρэтиловый - κοινός -, αιθυλικός -2. рад. о αιθέρ/αςразг. είμαι στον αέρα, αρχίζω τη (ρα-διο)εκπομπήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эфир
-
3 эфир
эфирм в разн. знач. ὁ ἀΙθέρας, ὁ αίθήρ:превращать в \эфир хим.. αίθεροποιώ· передавать в \эфир радио μεταδίδω στον αἰθέρα
См. также в других словарях:
Αἰθήρ — ether masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθήρ — ether masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας … Dictionary of Greek
αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… … Dictionary of Greek
Αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρα — αἰθήρ ether masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρε — αἰθήρ ether masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθέρες — αἰθήρ ether masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)