-
1 градус
градус м 1) ο βαθμός сколько сегодня \градусов? πόσους βαθμούς (или τι θερμοκρασία) έχουμε σήμερα; 2) геогр. η μοίρα* * *м1) ο βαθμόςско́лько сего́дня гра́дусов? — πόσους βαθμούς ( или τιθερμοκρασία) έχουμε σήμερα
2) геогр. η μοίρα -
2 судьба
-
3 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
4 доска
доск||аж1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο. -
5 удел
уделм1. (участь) ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό ριζικό:счастливый \удел ἡ καλή μοίρα·2. (владение князя) ист. τό πατρογονικό κτήμα, ἡ κληρονομιά -
6 участь
участьж ἡ μοίρα, ἡ τύχη:горькая \участь ἡ μαύρη μοίρα· счастли́вая \участь ἡ καλή τύχη· разделить чью-л, \участь συμμερίζομαι τήν τύχη κάποιου. -
7 градус
-а α.1. μοίρα•угол в 45 -ов γωνία 45 μοιρών•
градус широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους.
2. βαθμός θερμομέτρου κλπ. οργάνων•температура у больного 40 -ов ο άρρωστος έχει 40 πυρετό•
коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθμούς.
εκφρ.в последнем -е – στο τελευταίο στάδιο•чахотка в последнем -е – φυματίωση στο τελευταίο στάδιο•под -ом – λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος. -
8 дивизион
-а α.ουλαμός• μοίρα•артиллерийский дивизион ουλαμός πυροβολικού•
дивизион миноносцев μοίρα τορπιλοβόλων.
-
9 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου. -
10 приравнять
ρ.σ. εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα• συγκρίνω•приравнять его знания к моим βάζω τις γνώσεις του ίσες με τις δικές μου.
εξισώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα, συγκρ ίνο-μαι. -
11 градус
1. (угловой) η μοίρα (της γωνίας, του τόξου) 2. (температурный) о βαθμός 3. (единица измерения плотности жидкости, крепости спирта) о βαθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градус
-
12 угловой
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угловой
-
13 эскадра
мор. η μοίρα του στόλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эскадра
-
14 эскадрилья
ав. το σμήνος, η μοίρα των αεροσκαφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эскадрилья
-
15 ворожить
ворож||и́тьнесов μαγγανεύω, κάνω μάγια/ μαντεύω, λέγω τή μοίρα (гадать). -
16 градус
градусм ὁ βαθμός, ἡ μοίρα:десять \градусов мороза δέκα βαθμοί ὑπό τό μηδέν' у́гол в 60 \градусов γωνία 60 μοιρών пять \градусов западной долготы геогр. πέντε μοίρες δυτικό γεωγραφικό μήκος· ◊ быть под \градусом разг τἄχω κοπανίσει. -
17 дивизион
дивизионм1. воен. ὁ ούλαμός·2. мор. ἡ ναυτική μοίρα. -
18 жребий
жребийм1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος. -
19 задний
задн||ийприл ὁπίσθιος, πισινός:\заднийие ноги τά πισινά πόδια· \заднийяя часть (туши) τό μπούτι· на \заднийем плане σέ δεύτερη γραμμή, σέ δεύτερη μοίρα· \задний ход тех. τό ὀπισθεν, ἡ κίνηση προς τά πίσω· \задний проход анат. ὁ πρωκτός· ◊ \заднийяя мысль ἡ ὑστεροβουλία· \заднийим умом крепок στερνή μου γνώση νά σ' είχα πρώτα· быть без \заднийих ног разг μου κόβονται τά πόδια ἀπό τήν κούραση· пометить \заднийим числом βάζω παληότερη ἡμερομηνία· подумать \заднийим числом σκέφτομαι κάτι κατόπιν ἐορτής· ходить (стоять) на \заднийих лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
20 знаменатель
знаменател||ьм мат ὁ παρονομαστής:приводить к общему \знаменателью а) μετατρέπω τά κλάσματα σέ ὁμώνυμα, б) перен βάζω στον ἰδιο παρονομαστή, βάζω στήν ἰδια μοίρα
См. также в других словарях:
μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῖρα — part fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)