Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(Θήβας

  • 1 Take

    v. trans.
    P. and V. λαμβνειν, αἱρεῖν; see Catch.
    Take ( a town): P. and V. αἱρεῖν.
    Be taken: P. and V. λίσκεσθαι.
    Help in taking: P. and V. συνεξαιρεῖν (acc.).
    Easy to take, adj.: P. εὐάλωτος. P. and V. λώσιμος, λωτός.
    Take in the act: P. and V. αἱρεῖν, λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl.); see Catch.
    Overtake: P. and V. καταλαμβνειν.
    Receive: P. and V. δέχεσθαι; see Receive.
    Carry: P. and V. φέρειν, κομίζειν, γειν; see Bring.
    Lead: P. and V. γειν.
    Choose: P. and V. αἱρεῖσθαι, ἐξαιρεῖν (or mid.); see Choose.
    Seize: P. and V. λαμβνειν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. μάρπτειν, συλλαμβνειν; see Seize.
    Take as helper or ally: P. and V. προσλαμβνειν (acc.).
    Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.
    Use up: P. and V. ναλίσκειν.
    This ( cloak) has taken easily a talent's worth of wool: Ar. αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως (Vesp. 1146).
    Take the road leading to Thebes: P. τὴν εἰς Θήβας φέρουσαν ὁδὸν χωρεῖν (Thuc. 3, 24).
    Take in thought, apprehend: P. καταλαμβνειν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), συνιέναι (acc. or gen.); see Grasp.
    Interpret in a certain sense: P. ἐκλαμβνειν (acc.), ὑπολαμβνειν (acc.); see Construe.
    Take advantage of, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Enjoy: P. and V. πολαύειν (gen.).
    Get the advantage of: P. πλεονεκτεῖν (gen.).
    Take after, resemble: P. and V. ἐοικέναι (dat.) (rare P.), ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.); see Resemble.
    Take arms: see take up arms.
    Take away: P. and V. φαιρεῖν (or mid.), παραιρεῖν (or mid.), ἐξαιρεῖν (or mid.), V. ἐξαφαιρεῖσθαι; see also Deprive.
    Remove: P. and V. μεθιστναι; see Remove.
    Lead away: P. and V. πγειν.
    Take away secretly: P. and V. πεκτθεσθαι; see under Remove.
    Take away besides: P. προσαφαιρεῖσθαι.
    Take care, take care of: see under Care.
    Take down, lit.: P. and V. καθαιρεῖν.
    met., humble: P. and V. καθαιρεῖν, συστέλλειν, Ar. and V. ἰσχναίνειν; see Humble.
    Reduce in bulk: P. and V. ἰσχναίνειν (Plat.).
    Take down in writing: P. and V. γρφειν, Ar. and P. συγγρφειν.
    Take effect, gain one's end: P. ἐπιτυγχάνειν.
    Be in operation: use P. ἐνεργὸς εἶναι.
    Take for, assume to be so and so: P. ὑπολαμβάνειν (acc.).
    Take from: see take away.
    Detract from: P. ἐλασσοῦν (gen.).
    Take heart: P. and V. θαρσεῖν, θρασνεσθαι, V. θαρσνειν, P. ἀναρρωσθῆναι (aor. pass. of ἀναρρωννύναι).
    Take heed: see under Heed, Care.
    Take hold of: see Seize.
    Take in, encluse: Ar. and P. περιλαμβνειν.
    Furl: Ar. συστέλλειν, V. στέλλειν, καθιέναι.
    Receive in one's house: P. and V. δέχεσθαι; see Receive.
    Cheat: see Cheat.
    Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀναιρεῖσθαι (acc.), αἴρεσθαι (acc.).
    Take in preference: V. προλαμβνειν (τι πρό τινος); see Prefer.
    Take leave of: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.), χαίρειν λέγειν (acc.); see under Leave.
    Take notice: see Notice.
    Take off, strip off: P. περιαιρεῖν.
    Take off ( clothes) from another: P. and V. ἐκδειν, Ar. and P. ποδειν.
    From oneself: P. and V. ἐκδειν.
    From oneself: P. and V. ἐκδεσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Take off ( shoes) for another: Ar. and P. πολειν.
    For oneself: Ar. and P. πολεσθαι.
    Let one quickly take off my shoes: V. ὑπαί τις ἀρβύλας λύοι τάχος (Æsch., Ag. 944).
    Imitate: P. and V. μιμεῖσθαι: see Imitate.
    Parody: Ar. and P. κωμῳδεῖν (acc.).
    Take on oneself: see Undertake, Assume.
    Are these men to take on themselves the results of your brutality and evil-doing? P. οὗτοι τὰ τῆς σῆς ἀναισθησίας καὶ πονηρίας ἔργα ἐφʼ αὑτοὺς ἀναδέξωνται; (Dem. 613).
    Take out, v. trans.: P. and V. ἐξγειν.
    Pick out: P. and V. ἐξαιρεῖν.
    Extract: P. and V. ἐξέλκειν (Plat. but rare P.).
    Take over: P. and V. παραλαμβνειν, ἐκδέχεσθαι.
    Take pains: P. and V. σπουδὴν ποιεῖσθαι, Ar. and P. μελετᾶν, V. σπουδὴν τθεσθαι.
    Take part in: see under Part.
    Take place: see under Place.
    Take root: P. ῥιζοῦσθαι (Xen.).
    Take the air, walk: Ar. and P. περιπατεῖν.
    Take the field: see under Field.
    Take time: see under Time.
    Take to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc. or εἰς, acc.).
    Take to flight: see under Flight.
    When the Greeks took more to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώιζον (Thuc. 3, 24).
    Take a fancy to: P. φιλοφρονεῖσθαι (acc.) (Plat.).
    Desire: P. and V. ἐπιθυμεῖν (gen.); see Desire.
    Take to heart: P. ἐνθύμιόν τι ποιεῖσθαι.
    Be vexed at: P. and V. ἄχθεσθαι (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), V. πικρῶς φέρειν (acc.); see be vexed, under Vex.
    Take to wife: P. λαμβάνειν (acc.); see Marry.
    Take up: P. and V. ναιρεῖσθαι, P. ἀναλαμβάνειν.
    Lift: P. and V. αἴρειν; see Lift.
    Resume: P. ἀναλαμβάνειν, ἐπαναλαμβάνειν.
    Succeed to: P. διαδέχεσθαι (acc.).
    Take in hand: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (or dat.), ἅπτεσθαι (gen.), αἴρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.).
    Practise: P. and V. ἀσκεῖν, ἐπιτηδεύειν: see Practise.
    Use up: P. and V. ναλίσκειν.
    Nor should we be able to useour whole force together since the protection of the walls has taken up a considerable part of our heavy-armed troops: P. οὐδὲ συμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθʼ ἂν χρήσασθαι ἀπαναλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος τι τοῦ ὁπλιτικοῦ (Thuc. 7, 11).
    Take up arms: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.
    Take up arms against: V. ὅπλα ἐπαίρεσθαι (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Take

См. также в других словарях:

  • Θήβας — Θήβᾱς , Θήβη fem gen sg (doric aeolic) Θήβᾱς , Θῆβαι to Thebes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτία — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Στερεάς Ελλάδας, που τα όριά της συμπίπτουν σχεδόν με τον σημερινό νομό Β. (βλ. λ.), ενώ ένα μικρό τμήμα της στα ανατολικά περιλαμβάνεται στον νομό Ευβοίας (βλ. λ.). Γεωλογική ιστορία. Η Β. βρίσκεται σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνισσαι — Τραγωδία του Ευριπίδη. Διδάχτηκε το 4Q9 ή 408 π.Χ. Μαζί με τις τραγωδίες Οινόμαος και Χρύσιππος αποτελούσε τριλογία, η οποία σε διαγωνισμό πήρε το δεύτερο βραβείο. Το έργο αυτό ονομάστηκε έτσι από τον χορό, που τον αποτελούν Φοίνισσες, τις οποίες …   Dictionary of Greek

  • άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …   Dictionary of Greek

  • κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • Άονες — Αρχαία ελληνική φυλή που ζούσε στην περιοχή της Θήβας. Σύμφωνα με έναν μύθο, είχαν εισβάλει στη Βοιωτία μαζί με τους Τέμμικες, έχοντας ξεκινήσει από την περιοχή του Σουνίου. Σε άλλον μύθο αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»