Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
(Δωρικόν
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek
μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… … Dictionary of Greek