-
1 εξιαομαι
1) совершенно излечивать, исцелять(τινα Her., Eur.; πόδα Her.)
2) исправлять, возмещать(βλάβην Plat.)
3) утолять(πείνην ἢ δίψαν Plat.)
4) успокаивать, устранять(τοὺς τῶν ἀνθρώπων φόβους Plat.)
5) (пред)отвращать(πόλεως ἅλωσιν Eur.)
-
2 φοβέω
Aφοβεόντων Hdt.7.235
: [dialect] Ion. [tense] impf. : [tense] fut. (lyr.), ([etym.] ἐκ-) Th.4.126 (dub.): [tense] aor.ἐφόβησα Il.15.15
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., [dialect] Ion. 2 sing.φοβέαι Hdt.1.39
; [dialect] Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] impf.φοβέοντο Il.6.41
: [tense] fut.φοβήσομαι 22.250
, Pl.Lg. 649c, D.15.23, etc.;φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30
, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: [tense] aor. [voice] Pass.ἐφοβήθην Hdt.8.27
, etc., [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; [tense] aor. [voice] Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: [tense] pf.πεφόβημαι Il.10.510
, etc.: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32
, Th.5.50, [dialect] Ep.πεφοβήατο Il.21.206
.A [voice] Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583
; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689;Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11
;φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505
;σὸς δόλος.. ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15
;σέ γέ φημι.. δουρὶ φοβῆσαι 20.187
; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c.II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.;μὴ φίλους φόβει A.Th. 262
; , cf. 1013, E.Hipp. 572 (lyr.); ;αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48
;ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ.. ἐπαγάγωνται Th.5.45
; c. dat.modi, (troch.);μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357
(lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., (lyr.), by terror,Pl.
R. 551b.2 c.acc. rei, threaten with,φ. λιμόν D.H.6.51
.B [voice] Pass. and [voice] Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od.,κύνες.. διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163
; freq. in Il., ;τοὶ δ' ἐφόβηθεν.. θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294
;κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172
; also part.,μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510
, cf. 15.4, 21.606; in flight,6.135
;βῆ δὲ φοβηθείς 22.137
: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149;ὑπό τινι 15.637
; c. acc.,οὔ σ' ἔτι.. φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250
.1 abs., (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα.. οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap. 29b, etc.: c. dat. instrum.,μάστιγι φ. E.Rh.37
(anap.): c. acc. cogn.,φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt. 360b
;ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41
;τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14
.2 folld. by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXXLe.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr. 671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT 980; , Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for.. Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about.., Hdt.6.62;περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35
, etc.; (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123
);περὶ χωρίῳ Id.2.90
;ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36
; ;πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr. 150
.3 folld. by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ .. fear lest a thing will be.., E.Or. 770 (troch.), Ar. Pax 606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ .. Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ .. Id.Oec.16.6; freq. c.acc. folld. by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ .. S.Tr. 550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ .. Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ .. Pl.R. 387c; c. inf. folld. byμή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17
, cf. Pl.Tht. 143e, Grg. 457e: also φ. ὅτι.., = φ. μὴ .., in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι .. Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because.., Pl.Grg. 479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, o(/ti .. lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς .. X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ .. ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει .. ib.6.1.17.4 c. inf. with Art.,φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg. 522e
, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj. 253 (lyr.), E. Ion 628, etc.: c. inf. [tense] fut., Th. 5.105.5 c. acc. pers., stand in awe of, dread,δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp. 893
;στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph. 1250
;τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b
, cf. Isoc.1.16, etc.;τὰς κύνας X.Cyn.5.16
, etc.6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, ;τὸ προσέρπον S.Aj. 227
(lyr.); ;τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr. 239d
;δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24
.7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766.8 c. part.,προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17
.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek