-
1 επιδινεω
1) ( о метательных снарядах) кружить, крутить, вертеть ( перед броском)(ῥῖψ΄ ἐπιδινήσας, sc. τρυφάλειαν Hom.)
ἐ. αὑτόν и med.-pass. — описывать круги ружиться (ἐπιδινοῦντες αὑτοὺς κηφῆνες Arst.; αἰετὼ επιδινηθέντε Hom.)2) med. обдумывать, обсуждать(ἐνὴ στήθεσσι τι Hom.)
См. также в других словарях:
λαίτμα — λαῑτμα, ατος, τὸ (Α) 1. βάθος, άβυσσος τής θάλασσας, βυθός («τόν... πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῑτμα ῤῑψ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύων», Ομ. Ιλ.) 2. θαλάσσιο πέρασμα 3. πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαῖ τμα ανάγεται στο θ. τής λ. λαιμός και εμφανίζει επίθημα μα με … Dictionary of Greek