-
1 διασκαλευω
διασκαλεύω, διασκάλλω1) выкапывать, выгребать, разгребать(τὸν ὄνθον Plut.)
2) выклевывать(τῷ ῥάμφει τι Plut.)
-
2 διασκαλλω...
διασκάλλω...διασκαλεύω, διασκάλλω1) выкапывать, выгребать, разгребать(τὸν ὄνθον Plut.)
2) выклевывать(τῷ ῥάμφει τι Plut.)
См. также в других словарях:
ῥάμφει — ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥάμφεϊ , ῥάμφος crooked beak neut dat sg (epic ionic) ῥάμφος crooked beak neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανθώδης — κανθώδης, ες (Α) [κανθός] κυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.) … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek