-
1 roue
ρόδα -
2 tekerlek
ρόδα, τροχός -
3 колесо
ο τροχός, разг. η ρόδαгребное мор. - της πρόωσης, πτερυγοφόρος -заднее - οπίσθιος -, η πίσω ρόδαзапасное - εφεδρικός -, αμοιβλός -, разг. η ρεζέρβα (ξεν.)маховое - ο σφόνδυλος, το βολάν (ξεν.)рулевое - το τιμόνι, το πηδάλιοтормозное - πέδης/φρένουтурбинное (гидромуфты гидротрансформатора) - του στροβίλου/της τουρμπίναςхвостовое ав. - ουραίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колесо
-
4 колесо
колесо́с ὁ τροχός, ἡ ρόδα:маховое \колесо ὁ κινητήριος τροχός· рулевое \колесо τό τι-μῶνι, ὁ ὁΐαξ, τό πηδάλιο· гребное \колесо мор. ἡ πτερωτἤ мельничное \колесо ὁ τροχός τοϋ μύλου· ◊ вставлять палки в колеса разг παρεμβάλλω ἐμπόδια, κωλυσιεργώ· ходить \колесом κάνω τούμπες. -
5 cartwheel
-
6 wheel
[wi:l] 1. noun1) (a circular frame or disc turning on a rod or axle, on which vehicles etc move along the ground: A bicycle has two wheels, a tricycle three, and most cars four; a cartwheel.) τροχός, ρόδα2) (any of several things similar in shape and action: a potter's wheel; He was found drunk at the wheel (= steering-wheel) of his car.) τροχός / τιμόνι2. verb1) (to cause to move on wheels: He wheeled his bicycle along the path.)2) (to (cause to) turn quickly: He wheeled round and slapped me.)3) ((of birds) to fly in circles.)•- wheeled- - wheeled
- wheelbarrow
- wheelchair
- wheelhouse
- wheelwright -
7 колесо
-а ουδ.1. τροχός, ρόδα•колесо телеги ο τροχός του αμαξιού•
колесо велосипеда ο τροχός του ποδηλάτου•
ведущее колесо κινητήριος τροχός•
зубчатое колесо οδοντωτός τροχός•
рулевое колесо τιμόνι, πηδάλιο•
гребное колесо τροχός πτερυγοφόρος•
гидравлическое колесо υδραυλικός τροχός•
колесо маховое колесо ο σφόνδυλος, το βολάν.
2. επίρ. -ом σαν τροχός•кот согнул спину -ом ο γάτος κύρτωσε τη ράχη σαν τροχό.
εκφρ.колесо фортуны ή счастья – ο τροχός της τύχης•грудь -ом – ανδρικό κυρτό και εξέχον στήθος•ноги -ом – στραβά (βλαισά) πόδια•пятое колесо в телеге – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (περίσσιος, άχρηστος)•на -ах – σε διαρκές ταξίδι•пытаться повернуть колесо истории назад ή вспять – προσπαθώ να γυρίσω πίσω τον τροχό της ιστορίας•вертеться -ом – γυρίζω σαν τον τροχό (φροντίζω, τρέχω ασταμάτητα)•ходить -ом – κάνω τούμπες, τουμπάρω•ездить на -их – ταξιδεύω με τροχόφόρο όχημα (σε αντίθεση με το έλκυθρο). -
8 розетка
-и θ.1. κροσσός ρόδινος.2. ροζέτα, ταινία παράσημου.3. πιατάκι γλυκού.4. κηροδόχη, λαμπαδοδόχη (σχήματος ρόδου).5. είδος αμπαζούρ πλατύστομο.6. ρευματοδότης, ακροσύνδεσμος, ρευματολήπτης, πρίζα.7. κυκλοτερές φύλλωμα.8. στολίδι ανάγλυφο με ρόδα ή άλλα άνθη. -
9 розовый
επ., βρ: -зов, -а, -о.1. ρόδινος-- букет ανθοδέσμη από ρόδα (τριαντάφυλλα)•-ая вода ροδόνερο, ροδόσταγμα, τριανταφυλλόνερο•
-ое варенье γλυκό από τριαντάφυλλο•
-ое масло ροδέλαιο.
2. (για χρώμα)• ροδόχρωμος, τριανταφυλλής, -ένιος•-ые щки ροδομάγουλα•
-ые ногти ρόδινα νύχια•
-ое платье φόρεμα τριανταφυλλί (ροζ).
3. μτφ. ωραίος, ευοίωνος, ιδανικός•видеть всё в -ом цвете (свете) ή смотреть на всё сквозь -ые очки τα βλέπω όλα ρόδινα.
4. πλθ. -ые ουσ. βλ. розоцветные. -
10 укатить
укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας•укатить бочку κυλώ το βαρέλι•
укатить колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..
2. (για μέσα μεταφοράς)• φεύγω κυλώντας. || (για άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•он -ил за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό.
3. (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω.1. κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος•мяч -лся το τόπι κύλισε μακριά.
2. βλ. ενεργ. φ. 2 σημ. -
11 kolo
1) γύρος2) ποδήλατο3) ρόδα -
12 wheel
1) ρόδα2) τροχός -
13 koło
1) γύρω2) κύκλος3) ρόδα
См. также в других словарях:
ρόδα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Κερκύρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου. * * * η, Ν 1. τροχός οχήματος ή άλλης συσκευής 2. μτφ. ιδιωτικό αυτοκίνητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. roda] … Dictionary of Greek
ρόδα — η (λ. ιταλ.). τροχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥόδα — ῥόδον rose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Ρόδα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10) στην επαρχία Αρναίας του νομού Χαλκιδικής. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (16 τ. χλμ.), στην οποία ανήκαν η Σκάλα και το Μετόχι Αγ. Παύλου … Dictionary of Greek
ῥόδ' — ῥόδα , ῥόδον rose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… … Dictionary of Greek
Giannis Psycharis — Ioannis (Giannis) Psycharis ( Ιωάννης (Γιάννης) Ψυχάρης, * in ; † in ), war ein und . Er wurde im damals russischen in der heutigen geboren und wuchs in auf. Im Alter von 15 Jahren, nach Abschluss seines , verließ Psycharis die Stadt, um zu… … Deutsch Wikipedia
Ioannis Psycharis — Ioannis (Giannis) Psycharis (griechisch Ιωάννης (Γιάννης) Ψυχάρης, * 15. Mai 1854 in Odessa; † 1929 in Paris), war ein griechischer Philologe und Schriftsteller. Er wurde im damals russischen Odessa in der heutigen Ukraine geboren und wuchs… … Deutsch Wikipedia