-
1 ρωτακίζειν
-
2 ῥωτακίζειν
-
3 ῥῶστρον
ῥῶστρον· ἔμβολον, Hsch. (i.e. Lat.A rostrum). [full] ῥωτᾰκίζω, make overmuch or wrong use of the letter ῥ, Suid. [full] ῥώτιγγες, v. ῥώδιγγες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥῶστρον
См. также в других словарях:
ρωτακίζω — ΝΑ προφέρω συχνά τον φθόγγο ρ στη θέση άλλου φθόγγου νεοελλ. 1. γλωσσ. χαρακτηρίζομαι από ρωτακισμό 2. ιατρ. προφέρω λανθασμένα τον φθόγγο ρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, κατά το αμάρτυρο ρ. *ἰωτακίζω (πρβλ. ἰωτακισμός)] … Dictionary of Greek
ρωτακίζω — ισα 1. μεταχειρίζομαι το φθόγγο ρ αντίγια άλλον. 2. προφέρω εσφαλμένα το φθόγγο ρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥωτακίζειν — ῥωτακίζω rostrum pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωτακισμός — (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από… … Dictionary of Greek