-
1 ρυσθέντες
-
2 ῥυσθέντες
См. также в других словарях:
ῥυσθέντες — ῥῡσθέντες , ῥύομαι se sru aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ρυσθέντες
2 ῥυσθέντες
ῥυσθέντες — ῥῡσθέντες , ῥύομαι se sru aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)