-
1 εφαπτωρ
- ορος adj.1) захватывающий, завладевающийῥυσίων ἐφάπτορες Aesch. — налагающие руку на свои вещи, т.е. требующие возвращения того, что было их собственностью
2) прикасающийся(χειρί τινος Aesch.)
См. также в других словарях:
εφάπτωρ — ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.) 2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῡ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῡς», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek