-
21 ῥῠκάνη
ῥῠκάνηGrammatical information: f.Meaning: `plane' (AP 6, 204).Derivatives: ῥυκάν-ησις f. `planing' (Bito III-IIa, ῥυχ-; from *ῥυκαν-άω); - ίζω `to plane' (gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation like σκαπάνη, δρεπάνη a. other instrument names from an unknown basis. Wackernagel KZ 67, 176 (Kl. Schr. 1, 392) thinks doubting of Skt. srúc- `offer-spoon as long as an arm', without explaining the difference in meaning. Lat. LW [loanword] runcina `plane' (-n- after runcāre `weed', evtl. with distance-assimilation). Inherited relation with runcāre (s. lit. in Bq and W.-Hofmann, WP. 2, 353, Pok. 869 f.) is impossible already because ῥυκάνη has no prothetic vowel (Wackernagel l.c.). -- The word could be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῠκάνη
-
22 רוקני
רוּקָנִיf. (ῥυκάνη) plane. Kel. XIII, 4 הר׳ בפני עצמה (ed. Dehr. 5 רונקי, Ar. Var. רונקא, a corrupt. of runcina) the plane (the wooden body) by itself; Tosef. ib. B. Mets.III, 9 האיזמיל שלר׳ ed. Zolk. (ed. Zuck. דיקני; v. דוּקְנִי). -
23 רוּקָנִי
רוּקָנִיf. (ῥυκάνη) plane. Kel. XIII, 4 הר׳ בפני עצמה (ed. Dehr. 5 רונקי, Ar. Var. רונקא, a corrupt. of runcina) the plane (the wooden body) by itself; Tosef. ib. B. Mets.III, 9 האיזמיל שלר׳ ed. Zolk. (ed. Zuck. דיקני; v. דוּקְנִי).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυκάνη — plane fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυκάνῃ — ῥυκάνη plane fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ … Dictionary of Greek
ῥυκάναις — ῥυκάνη plane fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυκάνα — ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc/acc dual ῥυκάνᾱ , ῥυκάνη plane fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рак — I I, род. п. а, укр., блр. рак, русск. цслав. ракъ, болг. рак, сербохорв. ра̏к, словен. ràk, род. п. raka, чеш., слвц., польск., в. луж., н. луж. rak. Не имеет удовлетворительной этимологии. Предположение о родстве с лит. erkė овечья вошь, клещ … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ροκάνα — και ρουκάνα, η, Ν 1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη 2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη] … Dictionary of Greek
ροκάνι — και ρουκάνι, το Ν ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση επιφάνειας ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνα / ῥυκάνη*] … Dictionary of Greek
ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… … Dictionary of Greek
ρυκανώ — άω, Μ [ρυκάνη] ροκανίζω, πλανίζω … Dictionary of Greek
χειρομήριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυκάνη... τεκτονικὸν ἐργαλεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μηρός + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek