-
1 ρόδ'
-
2 ῥόδ'
-
3 ῥοδ-ωπός
-
4 ῥοδ-ῶπις
-
5 ῥοδάκανθα
ῥοδ-άκανθα, ἡ,A wild rose, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδάκανθα
-
6 ῥοδάκινον
ῥοδ-άκινον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδάκινον
-
7 ῥοδαλός
Aῥόδινος, παρειαί Opp.C.1.501
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδαλός
-
8 ῥόδαμνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥόδαμνος
-
9 ῥοδάριον
ῥοδ-άριον, τό, Dim. of ῥόδον, as an ornament, BGU 781 iii 19 (pl., i A.D.); cj. for ῥοιδάριον in Hsch.A s.v. ἄφυκα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδάριον
-
10 ῥοδέα
-
11 ῥόδειος
ῥόδ-ειος, ον,= sq., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥόδειος
-
12 ῥόδεος
-
13 ῥοδεών
-
14 ῥοδίσια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδίσια
-
15 ῥοδισμός
ῥοδ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδισμός
-
16 ῥοδίς
A pastille made from roses, Dsc.1.99.3, Damocr. ap. Gal. 14.133. -
17 ῥοδίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδίτης
-
18 ῥοδών
A rose-bed, AP5.35 (Rufin.), POxy.729.32 (ii A.D.).II pl. ῥοδῶνες,= ἄνεμοι ὀρνιθίαι, λευκόνοτοι, at Alexandria, Olymp. in Mete.177.21. -
19 ῥοδωνιά
ῥοδ-ωνιά, ἡ,A rose-bed, garden of roses, Hecat. 37 J., D.53.16, etc.; the rose, Thphr.HP2.2.1, 6.1.1, Ael.NA14.24.II vine with rose-coloured grapes, Phot.IV = ῥοδουντία, Aemilian. ap. Ath.9.406a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδωνιά
-
20 ῥοδωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδωπός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥόδ' — ῥόδα , ῥόδον rose neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
επικλονώ — ἐπικλονῶ, έω (Α) 1. συνταράσσω κάποιον («θρασέες γὰρ ἐπεκλονέεσκον ἔρωτες», Απολλ. Ρόδ.) 2. διεγείρω, παροξύνω 3. παθ. ἐπικλονοῡμαι, έομαι ορμώ με θόρυβο, προχωρώ ορμητικά («ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο γυναῑκες, γηθόσυναι ξείνῳ», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] … Dictionary of Greek
κρυόεις — κρυόεις, εσσα, εν (Α) (κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ. β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. όεις (πρβλ. ασπιδ όεις, ροδ όεις)] … Dictionary of Greek
παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… … Dictionary of Greek
πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek
τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek