-
1 ῥοδο-δάκτυλος
-
2 ῥοδοδάκτυλος
ῥοδο-δάκτυλος, rosenfingerig, stets als Beiwort der Eos, der Morgenröte
См. также в других словарях:
χρυσοδάχτυλος — η, ο / χρυσοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσά δάχτυλα νεοελλ. μτφ. 1. αυτός που έχει επιδέξια δάχτυλα 2. (για τον ήλιο) αυτός που εκπέμπει χρυσές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δάκτυλος / δάχτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ῥοδο δάκτυλος /… … Dictionary of Greek
σιδηροδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο δάκτυλος] … Dictionary of Greek
φοινικοδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ῥοδο δάκτυλος] … Dictionary of Greek
πηροδάκτυλος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πηροδακτυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + δάκτυλος (< δάκτυλο), πρβλ. ροδο δάκτυλος] … Dictionary of Greek
CADAVERUM Cura — apud Romanos Graecosque. Corpus defuncti, postquam sollenni ritu oculi eius clausi essent, per intervalla conclamabatur primo, quod apud Graecos fiebat magnô aeneorum vasorum fragore, an ad Lemures Furiasque accendas, an ad iacentem, si forte… … Hofmann J. Lexicon universale