-
1 ρινος
Iἥ1) кожа(ῥινὸν δηλήσατο χαλκός Hom.)
2) шкура(βοός Soph.; λέοντος Pind.)
3) щит из бычачьей шкурыIIgen. к ῥίς См. ρις
См. также в других словарях:
ῥινούς — ῥῑνούς , ῥινός skin fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
πυρίνους — πύρινος of fire masc acc pl πῡρίνους , πύρινος of fire masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)