-
1 ρηγμίν
-
2 ῥηγμίν
-
3 ῥηγμίν
-
4 ῥηγμίν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥηγμίν
-
5 ῥηγμίν
ῥηγ-μίν or [suff] ῥηγ-μίς (neither form is found, unless [ῥηγμὶ]ν is to be restd. in IGRom.4.272.1(Elaea, cf.A Wiener Sitzb.214(4).26)), gen. ῖνος, ἡ, sea breaking on the beach, surf (v.ῥήγνυμι B.1
),ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς.. θέεσκον Il.20.229
; κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε, of the broken sea between Scylla and Charybdis, Od.12.214; with the Prep. ἐπί, it may be rendered at the sea's edge,ἐκ.. βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης Il.1.437
, cf. Od.9.150; κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης ib. 169, cf. Pi.N.5.13; ; alsoλαοὶ δὲ παρὰ ῥ. θαλάσσης δίσκοισιν τέρποντο Il.2.773
, cf. Od.4.449;ὅταν κυμαίνουσα ἐκβάλλῃ [ἡ θάλαττα],.. παχεῖαι καὶ σκολιαὶ γίνονται αἱ ῥ.· ὅταν δὲ γαλήνη ᾖ,.. λεπταί εἰσι καὶ εὐθεῖαι Arist.Mete. 367b14
.2 metaph., ῥ. βίοιο verge of life, i.e. death, Emp.20.5;ὥσπερ ῥηγμῖνα οὖσαν ἀέρος τὴν νεφέλην Arist.Mete. 367b19
.II τὰ ἀπορπύματα (fort. ἀπορρήγματα) τῆς πέτρας, Hsch. -
6 ρηγμίνα
-
7 ῥηγμῖνα
-
8 ρηγμίνας
-
9 ῥηγμῖνας
-
10 ρηγμίνες
-
11 ῥηγμῖνες
-
12 ρηγμίνι
-
13 ῥηγμῖνι
-
14 ρηγμίνος
-
15 ῥηγμῖνος
-
16 ρηγμίσι
-
17 ῥηγμῖσι
-
18 ρηγμίσιν
-
19 ῥηγμῖσιν
-
20 ρηγμίνων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ῥηγμίν — ῥηγμί̱ν , ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖνα — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖνας — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖνες — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖνι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖνος — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖσι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηγμῖσιν — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
πολυψήφις — και επικ. τ. πουλυψήφις, ιδος, ὁ, ἡ, Α (σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ. β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφίς, ῖδος… … Dictionary of Greek