Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥηγμῖν-

См. также в других словарях:

  • ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ῥηγμίν — ῥηγμί̱ν , ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνα — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνας — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνες — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖνος — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖσι — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηγμῖσιν — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

  • πολυψήφις — και επικ. τ. πουλυψήφις, ιδος, ὁ, ἡ, Α (σχετικά με πόλεις, με την κοίτη ποταμών ή με παραλία) αυτός που έχει πολλές ψηφίδες, πολλά χαλίκια (α. «πολυψήφις ῥηγμὶν θαλάσσης», Ναυμάχ. β. «πουλυψήφις Κυρήνη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψηφίς, ῖδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»