-
1 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
2 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
3 сварка
η συγκόλληση (των μετάλλων)- вольфрамовым электродом в газовой среде - με ηλεκτρόδιο βολφραμίου και προστατευτικό αδρανές αέριοдуговая - в инертном газе - τόξου με προστατευτική ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου- прихваточным швом σημειακή -, το ποντάρισμαручная - διά χειρός, χειρωνακτική -термитная - θερμιτική -, αργιλλιοθερμική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сварка
-
4 термы
(геол.) τα υπόγεια ρεύματα και πηγές (με θερμοκρασία πάνω από 20° С).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термы
-
5 draughty
adjective (full of draughts of air: a draughty room.) εκτεθειμένος σε ρεύματα -
6 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
7 стечь
стечт, стекут, παρλθ. χρ. стк, стекла, -лоρ.σ. ρέω, τρέχω, χύνομαι.1. ενώνομαι, συρρέω (για ρυάκια, ρεύματα).2. μτφ. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι• προστρέχω•массы народа -клись на площадь μάζες λαού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία.
-
8 сторговать
ρ.σ.μ. (απλ.) συμφωνώ στην τιμή μετά από παζαρεύματα.)| αγοράζω με παζα-ρεύματα.συμφωνώ στη τιμή μετά από παζαρεύματα. || συμφωνώ, διομολογώ, συνομολογώ (για ενέργεια, δράση κ.τ.τ.). -
9 флюиды
-ов πλθ., ενκ. флюид-а α. (γραπ. λόγος)• ρεύματα, κύματα τηλεπάθειας. || μτφ. αποκυήματα, δημιουργήματα, πλάσματα. -
10 Humour
subs.Moisture: P. τὸ ὑγρόν, P. and V. νοτίς, ἡ (Plat. but rare P.), ἰκμάς, ἡ (Plat. but rare P. and Æsch., frag.), Ar. and V. δρόσος, ἡ.Mood: P. and V. ὀργή, ἡ, τρόπος, ὁ, ἦθος, τό.Fun: P. and V. γέλως, ὁ, παιδιά, ἡ.Humours ( in medical sense): P. ῥεύματα, τά.Good-humour: P. εὐκολία, ἡ, V. εὐοργησία, ἡ.Good-humoured, adj.: Ar. and P. εὔκολος.Good-humouredly, adv.: P. εὐκόλως, εὐοργήτως.Ill-humour, subs.: Ar. and P. δυσκολία, ἡ.Ill-humoured, adj.: P. and V. δύσκολος.Ill-humouredly, adv.: P. δυσκόλως.——————v. trans.Give way to: P. and V. εἴκειν (dat.), ὑπείκειν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Humour
-
11 Rheum
subs.P. ῥεύματα, τά.Cold in the head: P. κατάρρους, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rheum
См. также в других словарях:
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
Ρεύματα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.), στην πρώην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Aρνά … Dictionary of Greek
ῥεύματα — ῥεύ̱ματα , ῥεῦμα that which flows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμικά ρεύματα μεταφοράς — Κυκλικά ρεύματα που, σύμφωνα με τη θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών, δρουν στον μανδύα της Γης και προκαλούν την κίνηση των πλακών. Σύμφωνα με την ίδια πάντα θεωρία, όταν δύο γειτονικά ρεύματα μεταφοράς είναι καθοδικά (προς το κέντρο της Γης), οι… … Dictionary of Greek
Δύο Ρεύματα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις του Πηλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηλέων … Dictionary of Greek
δινορεύματα — Ρεύματα που κυκλοφορούν στο εσωτερικό των αγωγών, όταν αυτοί βρεθούν μέσα σε μεταβλητά μαγνητικά πεδία. Τα ρεύματα αυτά οφείλονται στο φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής και έχουν τέτοια φορά ώστε οι δυνάμεις Λαπλάς που ασκούνται πάνω τους… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek