-
1 ρερυπωμενος
См. также в других словарях:
ῥερυπωμένος — ῥυπόομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ρερυπωμενος
ῥερυπωμένος — ῥυπόομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)