-
1 ῥεμβώδης
ῥεμβ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥεμβώδης
См. также в других словарях:
καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] … Dictionary of Greek