Перевод: со всех языков
ῥαθυμία/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ῥαθυμία — ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc/acc dual ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίᾳ — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια νεοελλ. 1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη 2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ῥᾳθυμία — ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc/acc dual ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳθυμίᾳ — ῥᾳθῡμίαι , ῥᾳθυμία fem nom/voc pl ῥᾳθῡμίᾱͅ , ῥᾳθυμία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθυμία — η οκνηρία, νωθρότητα: Στο χωριό μιλούσαν όλοι για τη ραθυμία της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαθυμίας — ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem acc pl ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαι — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαν — ῥαθυμίᾱν , ῥαθυμία easiness of temper fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίαις — ῥαθυμία easiness of temper fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)