-
21 γέφυραι
γέφῡραι, γέφυραb: fem nom /voc pl -
22 δαραί
δᾱραί, δηρόςlong: fem nom /voc pl (doric) -
23 διαμάρτυραι
διαμάρτῡραι, διαμαρτύρομαιcall gods and men to witness: aor imperat mp 2nd sg -
24 διασύραι
διασύ̱ραῑ, διασύρωtear in pieces: aor opt act 3rd sg -
25 διάραι
διά̱ραῑ, διαίρωraise up: aor opt act 3rd sg -
26 ενάραι
-
27 ἐνάραι
-
28 εξάραι
-
29 ἐξάραι
-
30 επάραι
-
31 ἐπάραι
-
32 ισχυραί
-
33 ἰσχυραί
-
34 ισχύρ'
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰσχῡρέ, ἰσχυρόςstrong: masc voc sgἰσχῡραί, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc pl -
35 ἰσχύρ'
ἰσχῡρά, ἰσχυρόςstrong: neut nom /voc /acc plἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc /acc dualἰσχῡρά̱, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἰσχῡρέ, ἰσχυρόςstrong: masc voc sgἰσχῡραί, ἰσχυρόςstrong: fem nom /voc pl -
36 κατασύραι
κατασύ̱ραῑ, κατασύρωdraw: aor opt act 3rd sg -
37 κατάραι
κατάραcurse: fem nom /voc pl (ionic)κατάρᾱͅ, κατάραcurse: fem dat sg (attic doric ionic aeolic)κατάρηςrushing from above: masc nom /voc plκατάρᾱͅ, κατάρηςrushing from above: masc dat sg (attic doric aeolic)κατά̱ραῑ, καταίρωtake down: aor opt act 3rd sg -
38 μάρτυρ'
μάρτυρε, μάρτυροςmasc voc sgμάρτυρα, μάρτυςwitness: masc /fem acc sgμάρτυρι, μάρτυςwitness: masc /fem dat sgμάρτυρε, μάρτυςwitness: masc /fem nom /voc /acc dualμάρτῡραι, μαρτύρομαιcall to witness: aor imperat mp 2nd sg -
39 μύραι
μύ̱ραῑ, μύρωflow: aor opt act 3rd sg -
40 οίκτιρ'
οἴκτιρε, οἰκτείρωpres imperat act 2nd sgοἴκτῑραι, οἰκτείρωaor imperat mid 2nd sgοἴκτῑρα, οἰκτείρωaor ind act 1st sg (homeric ionic)οἴκτιρε, οἰκτείρωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)οἴκτῑρε, οἰκτείρωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
Ράι, Ραμοχάν — (1772 ή 1774 – 1853). Ινδός διαφωτιστής, φιλόσοφος, εκκλησιαστικός μεταρρυθμιστής, λογοτέχνης και προάγγελος του ινδικού αστικού εθνικισμού. Έγραψε σε τρεις γλώσσες, στη βεγγαλική, αγγλική και περσική. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
HORAE — I. HORAE Calabriae urbs. Curopalates. II. HORAE Iovisac Themidis filiae. Hesiod. in Theogonia, Δεὐτερον ἠγάγετο λιπαρην` Θέμιν, ἣ τέκεν Ω῞ρας, Ε᾿υνομίην τε, Δίκην τε, καὶ Ε᾿ιρήνην τεθαλυῖαν, Α῞ιτ᾿ ἔργ᾿ ὡρεύουςι καταθνητοῖςι βροτοῖςι. Orpheus non… … Hofmann J. Lexicon universale
GRATIAE — I. GRATIAE Portus, Haure de Grace, urbs permunita, cum valida arce, in Norm. Vide Portus Gratiae. II. GRATIAE vocatae sunt a Latinis, quae a Graecis Charites, aliorum parentum filiae ab aliis scriptoribus creditae sunt. Hesiod. in Theogonia illas … Hofmann J. Lexicon universale
ραίω — Α (ποιητ. τ.) 1. συνθλίβω, τσακίζω, συντρίβω («νῆα... ῥαισέμεναι», Ομ. Οδ.) 2. προκαλώ ναυάγιο 3. εξολοθρεύω, εξαφανίζω 4. παθ. ῥαίομαι καταβάλλομαι από τα παθήματα που υφίσταμαι 5. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ῥαιόμενος ναυαγός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Мойры — или Парки (Μοι̃ραι, Parcae). Три богини, дочери Ночи, управляющие судьбой человека (μοίρα судьба). Первая, Клофо, прядет нить жизни; вторая, Лахезис, определяет судьбу жизни; третья, Атропа, т. е. неизбежная, отрезает нить жизни. Они знают… … Энциклопедия мифологии
ОРТИГОКОПИЯ — • Όρτυγοκοπία, ο̉ρτυγομανία, ο̉ρτυγοθη̃ραι, ο̉ρτυγοτρόφοι, см. Άλεκτρυόνων α̉γω̃νες, Петушиные бои … Реальный словарь классических древностей
ТАИС — • Thaïs, см. Έται̃ραι, Гетеры … Реальный словарь классических древностей
ФРИНА — • Phrўne, Φρύνη (жаба, вследствие ее бледности), знаменитая гетера (см. Έται̃ραι, Гетеры) из Фесий в Беотии, настоящее ее имя было Мнесарета (Μνησαρέτη). Первоначально она была бедна, но приобрела потом огромные богатства. Она служила … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей