-
1 παμμηκης
21) крайне длинный, чрезвычайно продолжительный(λόγος Plat.; χρόνος Arst.; βίος Plut.)
ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν Plat. — сочинять длиннейшие речи2) долгий, протяжный(γόος Soph.)
См. также в других словарях:
παμμήκης — παμμήκης, πάμμηκες (Α) 1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήκης (< … Dictionary of Greek