-
21 καμηλοπάρδαλις,-εωσ/ιδος
ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Dt 14,5camelopard, giraffeCf. MOSÈS 1970, 358 -
22 κηλίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,25; Wis 13,14stain, spot Wis 13,14; stain, blemish 2 Mc 6,25 -
23 κνημίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-1-0-0-0=1 1 Sm 17,6greave, legging -
24 κρηπίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-3-1-0-2=6 Jos 3,15; 4,18; 1 Chr 12,16; Jl2,17; 1 Mc 9,43foundation, base, foot (of an altar) Jl 2,17; (river) bank Jos 3,15 Cf. HARL 1999 31.64; HAUSPIE 2002, forth-coming; →LSJ Suppl -
25 μύστις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 8,4fem. of μύστης; one who is initiated, one who is privy to; neol. -
26 νεᾶνις,-ιδος
+ ἡ N 3 9-19-0-5-3=36 Ex 2,8; Dt 22,19.20.21.24young woman, girl, maiden Ex 2,8*DnT h 11,6 ἡ νεᾶνις the maiden-הדָּ ְל יַּ ַהthe child for MT הָּד ְל יּׄ ַהher begetter, her mother -
27 οἰκέτις,-ιδος
ἡ N 3 2-0-0-1-0=3 Ex 21,7; Lv 19,20; Prv 30,23Cf. AMUSIN 1986 120-121.145-146; LE BOULLUEC 1989 216(Ex 21,7); LEE, J. 1983, 33; VERMES 1975,70-71; WEVERS 1990 326(Ex 21,7) -
28 περικνημίς,-ῖδος
ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 DnTh 3,21garment worn to cover the lower leg, gaiter; neol. -
29 πλανῆτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 2,9d -
30 πολύφροντις,-ιδος
A 0-0-0-0-1=1 Wis 9,15full of thoughts, full of cares; neol.Cf. LARCHER 1984, 597 -
31 πρεσβῦτις,-ιδος
+ ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,14 -
32 προφῆτις,-ιδος
+ ἡ N 3 1-4-1-0-0=6 Ex 15,20; Jgs 4,4; 2 Kgs 22,14; 2 Chr 34,22fem. of προφήτης; prophetess→NIDNTT; TWNT -
33 στρατιώτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 16,14fem. of στρατιώτης; soldier -
34 σφραγίς,-ῖδος
+ἡ N 3 7-1-1-2-17=28 Ex 28,11.21.36; 35,22; 36,13(39,6)seal, signetCf. WEVERS 1990 449.454.603 -
35 τεχνῖτις,-ιδος
ἡ N 3 0-0-0-0-3=3 Wis 7,21; 8,6; 14,2craftswoman, artisan (metaph.); neol.? -
36 άγρωστις
-
37 αδενίτις
(-ιδος) η мед. аденит -
38 ακαλανθίς
-
39 ακανθίς
-
40 ακανθυλλίς
См. также в других словарях:
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] … Dictionary of Greek
προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] … Dictionary of Greek
πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] … Dictionary of Greek
Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek
Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… … Dictionary of Greek
Ρωμαΐς — ίδος, ἡ, Α μτγν. θηλ. τού Ρωμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥώμη + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek