-
1 άλα
ἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc /acc dualἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ἅλςsalt: masc /fem acc sg -
2 Αλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄληςmasc nom sg (epic) -
3 Ἄλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄληςmasc nom sg (epic) -
4 ἅλα
ἅλα s. ἅλας. -
5 ἄλα
Βλ. λ. άλα -
6 ἅλα
Βλ. λ. άλα -
7 ἀλαωπός
ἀλα-ωπός, ον, lit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωπός
-
8 ἀλαωτύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαωτύς
-
9 ἀλαῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλαῶπις
-
10 ἅλαδε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅλαδε
-
11 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
12 Ώλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌλα, Ἄληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄλα, Ἄληςmasc nom sg (epic) -
13 Ὦλα
Ἄλᾱ, Ἄληςmasc nom /voc /acc dualἌλα, Ἄληςmasc voc sgἌλᾱ, Ἄληςmasc gen sg (doric aeolic)Ἄλα, Ἄληςmasc nom sg (epic) -
14 ώλα
ἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc /acc dualἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc /acc dualἄλᾱ, ἄληwandering: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 Αλας
-
16 Ἄλας
-
17 αλαθή
ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
18 ἀλαθῆ
ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀλᾱθῆ, ἀληθήςunconcealed: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
19 άλαι
ἄληwandering: fem nom /voc plἄλᾱͅ, ἄληwandering: fem dat sg (doric aeolic)——————ἄλαι, ἄληwandering: fem nom /voc plἄλᾱͅ, ἄληwandering: fem dat sg (doric aeolic) -
20 άλαν
ἄλᾱν, ἄληwandering: fem acc sg (doric aeolic)——————ἄλᾱν, ἄληwandering: fem acc sg (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 1imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 1imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 2seize: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔλᾱν, λάω 2seize: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
Ἄλα — Ἄλᾱ , Ἄλης masc nom/voc/acc dual Ἄλης masc voc sg Ἄλᾱ , Ἄλης masc gen sg (doric aeolic) Ἄλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλα — ἄλᾱ , ἄλη wandering fem nom/voc/acc dual ἄλᾱ , ἄλη wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
αλά — (λ. γαλλ.), τροπ. επίρρ. ομοιωματικό 1. όπως, σαν: Αγκινάρες αλά πολίτα. 2. φρ.: «Tο σκασε ή έφυγε αλά γαλλικά», έφυγε κρυφά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
άλα — (λ. ιταλ.), επιφώνημα που το συνηθίζουν οι ναυτικοί, εμπρός, έτοιμοι: Άλα, παιδιά, στο κουπί! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἅλα καὶ κύαμον. — ἅλα καὶ κύαμον. См. Бобы разводить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἅλα — ἅλς salt masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταράσοβα Άλα Κονσταντίνοβνα — (Κίεβο 1898 – Μόσχα 1973). Ηθοποιός. Σπούδασε κοντά στους Κ.Σ. Στανισλάφσκι και Β. Νεμιρόβιτς Ντάντσενκο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1916 στον θίασο του MXT. Διετέλεσε βουλευτής στο Ανώτατο Σοβιέτ της πρώην ΕΣΣΔ. Τιμήθηκε με διάφορα κρατικά βραβεία … Dictionary of Greek