Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ᾡ+παιδὶ

  • 121 мальчишка

    мальч||ишка
    м разг τό παληόπαιδο, ὁ μόρτης:
    у́личный \мальчишкаишка παιδί τοῦ δρόμου, ὁ ἀγοιόπαις.

    Русско-новогреческий словарь > мальчишка

  • 122 озорник

    озор||ни́к
    м
    1. (шалун) τό ζιζάνιο, τό ἄτακτο παιδί, ὁ σκανταλιάρης·
    2. (буян) разг ὁ καυγατζής.

    Русско-новогреческий словарь > озорник

  • 123 озорной

    озор||ной
    прил разг
    1. (шаловливый) ἀτακτος, σκανταλιάρικος:
    \озорнойной мальчишка τό ζιζάνιο, τό ἄτακτο παιδί· \озорнойиы́е глаза τά τσαχπίνικα μάτια·
    2. (буйный) καυ-Υατζίδικος.

    Русско-новогреческий словарь > озорной

  • 124 останавливать

    останавливать
    несов
    1. (движение и т. п.) σταματώ / διακόπτω (прерывать):
    \останавливать поезд σταματώ τό τραίνο·
    2. (задерживать, удерживать) συγκρατώ, ἀναχαιτίζω, σταματώ:
    \останавливать шалуна́ συγκρατώ τό ἄτακτο παιδί·
    3. (сосредоточивать):
    \останавливать виима́ние на чем-л. ἐφελκύω τήν προσοχή πάνω σέ κάτι· \останавливать взор на ком-л., на чем-л. προσηλώνω τό βλέμμα· \останавливать свой выбор διαλέγω· ◊ \останавливать кровь σταματώ τό αίμα \останавливаться
    1. στέκομαι, σταματώ·
    2. (в гостинице и т. ἡ.) (δια)μένω·
    3. (удерживаться) σταματώ, συγκρατοῦμαι· не \останавливаться перед тру́дностями δέν σταματώ μπροστά στις δυσκολίες· ни перед чем не \останавливаться δέν σταματώ μπροστά σέ τίποτε·
    4. (сосредоточиваться, задерживаться на чем-л.) στέκομαι:
    \останавливаться на чем-л. στέκομαι πάνω σέ κάποιο ζήτημα

    Русско-новогреческий словарь > останавливать

  • 125 парень

    парень
    м ὁ νέος, τό παλληκάρι:
    рубаха-\парень разг παιδί τῆς παρέας.

    Русско-новогреческий словарь > парень

  • 126 переросток

    переросток
    м τό καθυστερημένο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > переросток

  • 127 понятливый

    понятлив||ый
    прил πού ἔχει ἀντίληψη, νοήμων, ἐξυπνος:
    \понятливыйый ребенок ἐξυπνο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > понятливый

  • 128 послушный

    послушный
    прил ὑπάκουος, πειθήνιος, εὐπειθής:
    \послушный ребенок τό ὑπάκουο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > послушный

См. также в других словарях:

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»