-
1 κλοπευς
- έως ὅ1) вор, похититель(τῶν ἀνικήτων ὅπλων Soph.)
2) тайный злоумышленникᾑρῆσθαι κ. Soph. — быть уличенным в злом умысле
См. также в других словарях:
κλοπεύς — κλοπεύς, ὁ (AM) κλέφτης («κλοπεὺς ὅπως γενήσει τῶν ἀνικήτων ὅπλων», Σοφ.) αρχ. αυτός που ενεργεί κρυφά ή δόλια («φιλεῖ δ ὁ θυμὸς πρόσθεν ᾑρῆσθαι κλοπεὶς τῶν μηδὲν ὀρθῶς ἐν σκότῳ τεχνωμένων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπός ή < κλοπή] … Dictionary of Greek