Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ᾆδον

См. также в других словарях:

  • ἅδον — ἅδος satiety masc acc sg ἁνδάνω please aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἁνδάνω please aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾆδον — ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. pres part act masc voc sg ἀείδω il.Parv.. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀείδω il.Parv.. imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεμμαδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με κλέφτικο τρόπο, κλέφτικα, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα + επιρρμ. κατάλ. αδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβ αδόν, ομο θυμ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • οιαδόν — οἰαδόν (Α) επίρρ. κατά μόνας, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ομαδόν — (Μ ὁμαδόν) επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.) νεοελλ. φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν» στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… …   Dictionary of Greek

  • ομιλαδόν — ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά πλήθη 2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. ιλ αδόν / ιλ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ομοθυμαδόν — (ΑΜ ὁμοθυμαδόν) επίρρ. 1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ) 2. μαζί με άλλους πολλούς μσν. κατά την ίδια χρονική στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …   Dictionary of Greek

  • συνωχαδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ωχ τής εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὠμ αδόν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»