-
1 αδον
-
2 ανδανω
(impf. ἥνδανον - эп. ἐήνδανον, ион. ἑάνδανον, fut. ἁδήσω, aor. 2 ἕᾰδον - эп. ἅδον, 3 л. sing. εὔαδε, part. ἑᾱδώς) редко med. Anth.1) быть приятным, нравиться(τινί и τινὴ θυμῷ Hom., Pind., Her.)
ἁ. τινί τινι Hom. — нравиться кому-л. чем-л.2) impers. быть угодным, желательным (ср. лат. placet)ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως Hom. — если уж так тебе угодно;
τοῖσι ἕαδε βοηθέειν Ἀθηναίοισι Her. — они решили помочь афинянам
См. также в других словарях:
ἅδον — ἅδος satiety masc acc sg ἁνδάνω please aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἁνδάνω please aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾆδον — ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾆ̱δον , ἀείδω il.Parv.. imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀείδω il.Parv.. pres part act masc voc sg ἀείδω il.Parv.. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀείδω il.Parv.. imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεμμαδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με κλέφτικο τρόπο, κλέφτικα, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα + επιρρμ. κατάλ. αδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβ αδόν, ομο θυμ αδόν)] … Dictionary of Greek
μοναδόν — και ιων. τ. μουναδόν (Α) επίρρ. μονάδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
μουναδόν — (Α) επίρρ. κατά έναν μόνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος* + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
οιαδόν — οἰαδόν (Α) επίρρ. κατά μόνας, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] … Dictionary of Greek
οκλαδόν — (Α ὀκλαδόν) επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά νεοελλ. με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω* + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ αδόν)] … Dictionary of Greek
ομαδόν — (Μ ὁμαδόν) επίρρ. ομαδικά, όλοι ή όλα μαζί και ταυτοχρόνως («ὁμαδὸν διανήξασθαι τὸν πορθμόν», Ανν. Κομν.) νεοελλ. φρ. «πυρ [ή πυρά] ομαδόν» στρ. πυρά που εκτελούνται από όλους συγχρόνως τους άνδρες στρατιωτικής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός +… … Dictionary of Greek
ομιλαδόν — ὁμιλαδόν και ὁμιληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά πλήθη 2. μαζί με κάποιον («ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. αδόν / ηδόν (πρβλ. ιλ αδόν / ιλ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ομοθυμαδόν — (ΑΜ ὁμοθυμαδόν) επίρρ. 1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ) 2. μαζί με άλλους πολλούς μσν. κατά την ίδια χρονική στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] … Dictionary of Greek
συνωχαδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ωχ τής εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὠμ αδόν)] … Dictionary of Greek