-
1 ὄχλοι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὄχλοι
-
2 εξιστημι
(fut. ἐκστήσω, aor. 1 ἐξέστησα; для неперех. знач. med. к aor. 2 ἐξέστην и pf. ἐξέστηκα)1) смещать, сводить, выводить(ἥ κίνησις ἐξίστησι τὸ ὑπάρχον Arst.)
ἐ. τινὰ ἑαυτοῦ Dem. — выводить кого-л. из душевного равновесия;ἐξίστασθαι ὑπό τινος Arst. — быть вытесненным кем(чем)-л.2) вводить, приводить(τέν ψυχέν εἰς ἀπάθειαν Plut.)
3) приводить в замешательство, расстраивать(τέν πολιτείαν Plut.)
4) изменять, преображать(τέν φύσιν Plat., Arst.)
ἐ. τι πρὸς τὸ ἐναντίον Arst. — превращать что-л. в (его) противоположность;5) лишать(τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Plut.)
6) приводить в исступление, лишать рассудка(τινά Eur., Arst.)
7) повреждать, портить(οἶνον, λογισμόν, διάνοιαν Plut.)
8) уходить прочь или в сторону, удаляться, отклоняться(τῆς ὁδοῦ Her. ἐκ τοῦ μέσου Xen.)
ἐξ ἕδρας ἐξεστηκέναι Eur. — сойти с места, сдвинуться;φεύγετ΄ ἐξίστασθε Eur. — бегите прочь;οὐδένα ἐξίστασθαι Dem. — не отступать ни перед кем;ἐξίστασθαι καρδίας Soph. — поступать вопреки своему влечению;ἐὰν μέ ἐξίστηται Arst. — если не отклоняться в сторону (от темы)9) выдаваться наружу, выступать вперед(κοῖλον, οὐκ ἐξεστηκός Arst.)
10) уступать(ὁδοῦ τινι и τῆς τιμῆς τινι Plut.)
ἐξίσταται νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph. — ночная пора уступает место дню11) (из)меняться(ὅ αὐτός εἰμι καὴ οὐκ ἐξίσταμαι Thuc.)
12) отказываться, отрекаться(ἁπάντων τῶν ὄντων Dem.)
ἐξίστασθαι τῆς φιλίας τινί Lys. — отказываться от дружбы с кем-л.;ἐξίστασθαι τῆς ἀρχῆς Thuc. — сложить с себя власть;πάντων τῶν πεπραγμένων ἐκστάς Dem. — отпираясь от всего содеянного (им);φιλοσοφίας μέ ἐκστῆναι Plut. — не прекращать занятия философией13) лишаться(τῆς φύσεως Arst.)
ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῦ Dem. — он лишился (всего) своего состояния, но ἐξέστην ἐμαυτοῦ Aeschin. я растерялся (потерял самообладание);ἐξεστηκὼς τοῦ φρονεῖν Isocr. и τῶν φρονίμων λογισμῶν ἐκστάς Plut. — лишившийся рассудка;ἐξίστασθαι τῆς οὐσίας и ἐκ τῆς οὐσίας Arst. — утрачивать свою сущность;ἐξίστασθαι τῶν παλαιῶν μαθημάτων Xen. — забыть свои прежние знания14) приходить в исступление, лишаться рассудка, быть вне себя(ἐξεστηκέναι ὑπ΄ ὀργῆς Arst., ὑπὸ λύπης Plut.)
ὡς ἐξέστη ὑπὸ τῆς πληγῆς Arst. — когда он был оглушен ударом;ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι NT. — весь народ был изумлен;οἱ ἵπποι ἐξίσταντο ταρβοῦντες Plut. — лошади ошалели от страха;15) портиться(οἶνος ἐξεστηκώς Dem.)
16) извращаться, искажаться(πρόσωπα ἐξεστηκότα Xen.)
ἐξίστασθαι εἰς μανικώτερα ἤθη Arst. — нравственно вырождаться -
3 οχλος
ὅ1) множество, масса, толпа(στρατοῦ Aesch.; ἵππων, ἄστρων Eur.; ἀνθρώπων, λαῶν Arph.; νεῶν Thuc.)
ὅ ὄ. ὅ ξενικός Thuc. — толпа иноземных наемников;ὅ ὄ. τῶν στρατιωτῶν Xen. и οἱ ὄχλοι Polyb. — солдатская масса;ὄχλου φυγή Plut. = лат. poplifugia2) обозные войска, нестроевые отряды(τὰ σκευοφόρα καὴ ὅ ὄ. Xen.)
3) беспорядочное скопище, толпа, чернь(πλῆθός τε καὴ ὄ. Plat.)
4) беспокойство, затруднение, неудобство(ὄχλον παρέχειν τινί Her., Xen.)
-
4 συμπνιγω
См. также в других словарях:
ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Matthew 4:25 — 1st century AD Palestine showing the areas mentioned in this verse Matthew 4:25 is the twenty fifth, and final, verse of the fourth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse is part of a brief summary of and introduction… … Wikipedia
δεκάπολις — Ομοσπονδία δέκα ελληνικών πόλεων της Παλαιστίνης στην ελληνορωμαϊκή εποχή, που ίδρυσε ο Πομπήιος το 64 63 π.Χ. Οι πόλεις αυτές, στις οποίες προστέθηκαν αργότερα και άλλες, υπήρξαν κέντρα του ελληνισμού στην Ασία. Αρχικά ήταν οι: Δαμασκός,… … Dictionary of Greek
συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
συμπορεύομαι — ΝΜΑ [πορεύομαι] 1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ) 2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα») αρχ. συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek
Ευγενικός, Μάρκος — (Κωνσταντινούπολη 1393 – 1445). Μητροπολίτης Εφέσου (1437 45). Μετά τις σπουδές του δίπλα σε επιφανείς δασκάλους (Γεώργιο Γεμιστό, Ιωάννη Χορτασμένο κ.ά.) έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες … Dictionary of Greek
όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)