Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Английский
όομαι/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
αεροπροσγειούμαι — ( όομαι) βλ. αεροπροσγειώνομαι … Dictionary of Greek
εκφορβιούμαι — ( όομαι) (για άλογα και ημιόνους) απορρίπτω το καπίστρι, ξεκαπιστρώνομαι … Dictionary of Greek
εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] … Dictionary of Greek
επικαρπούμαι — όομαι και ἐπικαρπώνομαι 1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος 2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»] … Dictionary of Greek
παραγκιστρούμαι — όομαι, Α είμαι εφοδιασμένος με άγκριστρα … Dictionary of Greek
παρακνημούμαι — όομαι, Α προχωρώ επίπονα, πορεύομαι με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνημός «κλιτύς όρους»] … Dictionary of Greek
παραλούμαι — όομαι ή έομαι, Α κάνω μπάνιο μαζί με άλλον, παίρνω το λουτρό μου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λοῡμαι «λούομαι»] … Dictionary of Greek
παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] … Dictionary of Greek
παρανδρούμαι — όομαι, Α (για παρθένο) φθάνω σε ηλικία γάμου ή μένω άγαμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνδρῶ / ἀνδροῡμαι (< ἀνήρ, ἀνδρός)] … Dictionary of Greek
παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek
παραπλούμαι — όομαι, Μ απλώνομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁπλοῦμαι «απλώνομαι»] … Dictionary of Greek