-
1 Ισία
Ἰσίᾱ, Ἰσίηςmasc nom /voc /acc dualἸσίᾱ, Ἰσίηςmasc voc sg (attic)Ἰσίᾱ, Ἰσίηςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἰσίᾱͅ, Ἰσίηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ίσια
-
3 Ἴσια
-
4 ίσια
-
5 ἴσια
-
6 Ἰσία
Βλ. λ. Ισία -
7 Ἰσίᾳ
Βλ. λ. Ισία -
8 Ισίας
-
9 Ἰσίας
-
10 Ισίαν
-
11 Ἰσίαν
-
12 καθημερίσια
καθημερ-ίσια, τά,A daily wages, IG12.373.245.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθημερίσια
-
13 οἰκισία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκισία
-
14 συμπίπτω
Aσυμπίπτεσκον Emp.59
:—fall together, meet violently, of winds,σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσον Od.5.295
; of two champions beginning to fight, fall to, fight hand to hand,σύν ῥ' ἔπεσον Il.7.256
, 21.387; opp. distant fighting, , cf. 5.112, Pi.I.4(3).51(69), Luc.Tox.36; ἐς νείκεα ς. Hdt.3.120, 9.55; of a hound,σὺν δὲ πεσών PCair.Zen.532.7
(iii B.C.): c. dat. pers.,ξυμπεσὼν μόνος μόνοις S.Aj. 467
;εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσών Id.Tr.20
;σ. πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
;εἰς μάχην θηρίῳ D.S.3.35
;ἀντίοι σ. τοῖς ὑποζυγίοις Plb.3.51.5
; of ships, λάβρῳ κλύδωνι ς. E.IT 1393;ξυμπεσούσης νηΐ νεώς Th.7.63
;ξ. πρὸς ἀλλήλας τὰς ναῦς Id.2.84
.2 generally, fall in with, meet with, esp. with accidents or misfortunes, c. dat. rei,ἀσιτίῃσι Hdt.3.52
; ;κακοῖς τοιοῖσδε Id.Aj. 429
; but simply, fall in with, meet, τινι UPZ62.10 (ii B.C.), PTeb.58.56 (ii B.C.).II of accidents, ailments, symptoms, events, fall upon, happen to, (lyr.);ἐάν ποτέ σοι σ. καιρός Isoc.1.32
;εὐπαιδίας τυχεῖν ἅμα καὶ πολυπαιδίας.. καὶ τοῦτ' αὐτῷ συνέπεσεν Id.9.72
; ἀσθένεια, νοσήματα σ. τινί, Pl.Ti. 17a, 82c; συμπίπτει τοῖσι πλείστοισι τοιάδε· ἐρυθήματα προσώπου κτλ. Hp.Acut. (Sp.) 6;πάθη D.26.18
;ἡμῖν σ. πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς φιλία Pl.Lg. 698c
;σ. τι ἔς τινας Hdt.7.137
.2 abs., happen, occur,τῆς αὐτῆς ἡμέρης συμπιπτούσης τοῦ τε ἐν Πλαταιῇσι καὶ τοῦ ἐν Μυκάλῃ.. τρώματος Id.9.100
;τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων Lys.19.24
;τῶν κακῶν τῶν σ. Philem.101
.[4]; of heavenly bodies, coincide, Vett.Val.190.9 (sed leg. συνεμπέσῃ).3 c. part., like τυγχάνω, καὶ τόδε ἕτερον συνέπεσε γενόμενον Hdt.9.101;συνεπεπτώκεε ἔρις ἐοῦσα Id.1.82
;Ἀρισταγόρῃ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῦ Χρόνου πάντα ταῦτα συνελθόντα Id.5.36
; but part. is sts. omitted, ἐὰν ἴσοι συμπέσωσιν (sc. ὄντες) Arist.Pol. 1318a39.4 freq. impers. or with neut. pron., it happens, comes to pass, folld. by inf.,τόδε σφι ὧδε συμπέπτωκε γίνεσθαι Hdt.1.139
; by ὥστε c. inf., Id.8.15, 132, 141; ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης ὥστε .. matters came to such a pass that.., Th.1.49: or c. acc. et inf., συνέπιπτε [ αὐτὸν]ἀπῖχθαι Hdt.5.35
, cf. Th.4.68, etc.;πρὸ ρκ' ἐτῶν συνέπεσε κατ' αὐτὰς τὰς Χειμερινὰς τροπὰς ἄγεσθαι τὰ Ἴσια Gem.8.21
: c. dat. et inf.,ὅσαις ἂν.. συμπέσῃ ἐμέσαι Arist.HA 588a1
;ὅταν ἀτυχεῖν σοι συμπέσῃ τι Philippid.18
; (Tegea, iv B.C.): abs., ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀπὸ τύχης, διὰ τύχην ς., Arist.Cael. 289b22, Rh. 1385b2, Pol. 1270b20; τὰ συμπίπτοντα one's lot or fortune, E.Fr. 572, cf. lsoc.2.35;πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων X.Cyr.8.5.16
; τὸ συμπεσόν the incident, Arist.Pol. 1284a32;καθάπερ ἐν κατάρροις ἐνίοτε συμπίπτει Gal.16.527
, cf. 18(2).185, al.III coincide, agree or be in accordance with,σ. τούτοισι τόνδε τὸν λόγον Hdt. 7.151
; ὥστε σ. τὸ πάθος τῷ χρηστηρίῳ turned out in accordance with it, Id.6.18: abs., agree by chance, Id.2.49; εἰς ταὐτὸν ς. agree in one, Pl. Tht. 160d, R. 473d, etc.; ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου have come to exactly the same point with me, E.Tr. 1036.IV fall together, i.e. fall in, esp. of a house,συμπίπτει στέγη Id.HF 905
;πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα Th.8.41
;οἰκία σ. X.An.5.2.24
; φοβουμένη μὴ συμπέσῃ [ τὸ ἰσιεῖον] PEnteux.6.3 (iii B.C.); esp. of the vessels of the body, fall in, collapse, Hp.Off.13, Sor.1.16, al.;οἱ κρόταφοι συμπίπτουσι Gal.18(2).29
; μυκτῆρες συμπεπτωκότες, opp. ἀναπεπταμένοι, X.Eq.1.10; σῶμα συμπεσόν a frame fallen in or emaciated, Pl.Phd. 80c; ὀφθαλμοὶ ς. Arist.HA 561a21;αἱ κοιλίαι σ. τοῦ νέφους Id.Pr. 940b31
, al.; of plant-structures, Thphr.CP1.4.4; collapse, of animals, PSI6.584.25 (iii B.C.); of the heart, contract, Ruf.Syn.Puls.3.6; συνέπεσε τῷ προσώπῳ his face fell, LXX Ge.4.5; τὸ πρόσωπον συνέπεσεν ib.1 Ki.1.18; - πέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ μερίμνης ib.1 Ma.6.10.2 σταφυλὴ λευκὴ συμπεπτωκυῖα dried grapes, Aët.9.30; πάντα δεδομένα κρέα συμπεπτωκότα ἔστω μέχρι δυοῖν ἡμερῶν hung, ibid.V fall together, fall into the same line, σ. ἐπ' ἀλλήλων ὑπὸ στενοχωρίας impinge one on another, Pl.Tht. 195a; converge, meet,τὸ τὰς παραλλήλους σ. οἴεσθαι Arist.APo. 77b23
, cf. Euc.1Def.23, Archim.Spir.20, al.; οἱ πόροι παρ' ἀλλήλους εἰσὶ καὶ οὐ ς. Arist.HA 495a15; of the sides of a triangle, Plb.2.14.5; of a river,σ. τῷ Κηφισῷ Plu.Sull.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπίπτω
-
15 συνοικισία
συνοικ-ῐσία, ἡ,A = -ισμός, τῆς τετραπόλεως Athenaeum ( Pavia) nuova serie 12 ( 1934).3 (Apollonia on the Pontus, iii B.C., found at Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικισία
-
16 ἀκοντισία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκοντισία
-
17 ἐξοπλασία
ἐξοπλ-ᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοπλασία
-
18 ἐξοπλισία
ἐξοπλ-ῐσία, ἡ,A muster of troops under arms, review, Aen.Tact.10.13 (pl.); under arms,X.
An.1.7.10, Plb.11.9.4, Str. 15.3.18, etc.2 field-day, manoeuvres, Ael.Tact.24.1(pl.);ταῖς ἐ. γυμνάζειν Man.Hist.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοπλισία
-
19 ἐπαφροδισία
ἐπαφροδ-ῑσία, ἡ,A loveliness, elegance, Lync. ap. Ath.6.242c, Ptol. Tetr.86, Vett. Val.160.13;περὶ τοὺς λόγους D.Chr.37.33
;ἐντοῖς πρασσομένοις Artem.2.20
; charm, PSI4.328.6 (iii B.C.), UPZ33.9 (ii B.C.), PMag. Osl.1.224, PMag.Lond.122.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαφροδισία
-
20 ὁπλισία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλισία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ίσια — και ίσα επίρρ. τροπ. 1. εξίσου, όμοια: Μοίρασε ίσια την περιουσία του στα παιδιά του. – Αγαπά ίσια όλους τους μαθητές του. 2. κατευθείαν: Τράβηξαν ίσια στο σπίτι του πατέρα τους. 3. μτφ., στο σωστό δρόμο: Προχώρα ίσιακαι μη φοβάσαι τίποτε. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἰσία — Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc nom/voc/acc dual Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc voc sg (attic) Ἰσίᾱ , Ἰσίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισία — ἰσία, ἡ (Α) [ίσος] ισότητα … Dictionary of Greek
Ἰσίᾳ — Ἰσίᾱͅ , Ἰσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσια — επίρρ. βλ. ίσιος … Dictionary of Greek
Ἴσια — Ἰσίης masc voc sg Ἰσίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσια — ἴσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσίας — Ἰσίᾱς , Ἰσίης masc acc pl Ἰσίᾱς , Ἰσίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσίαν — Ἰσίᾱν , Ἰσίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… … Dictionary of Greek