-
1 ιεσις
- εως ἥ [ἰέναι] хождение ( искусственное слово) Plat. Γςατωμ. 426 γ
См. также в других словарях:
ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο … Dictionary of Greek
ἱέσεως — ἱέσεω̆ς , ἵεσις throwing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)