-
1 αὐξησία
A the goddess of growth, Hdt.5.82, IG5(1).363 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐξησία
-
2 δυσκινησία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκινησία
-
3 δυσοργησία
δῠσοργ-ησία, ἡ, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσοργησία
-
4 εὐαισθησία
εὐαισθ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαισθησία
-
5 εὐαπαντησία
εὐαπαντ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπαντησία
-
6 εὐδιαφορησία
εὐδιαφορ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιαφορησία
-
7 εὐκινησία
εὐκῑν-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκινησία
-
8 εὐκοινωνησία
εὐκοινων-ησία, ἡ,A good fellowship, Stoic.3.64, M.Ant.11.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκοινωνησία
-
9 εὐοργησία
εὐοργ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐοργησία
-
10 εὐορκησία
εὐορκ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐορκησία
-
11 κατείλησις
A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατείλησις
-
12 κορακησία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορακησία
-
13 κρύβηλος
κρύβ-ηλος, ον,A hidden, Hsch.:—also [suff] κρυβ-ήτης, ου, ὁ, one hidden in the earth, and [suff] κρυβ-ήσια, τά, = νεκύσια, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύβηλος
-
14 κυβερνήσια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνήσια
-
15 λειτουργησία
A tenure of municipal office, POxy.1413.17 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειτουργησία
-
16 λιμνησία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιμνησία
-
17 παγκρατησία
παγκρᾰτ-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατησία
-
18 πανοικεσίᾳ
πᾰνοικ-εσίᾳ, Adv.A with all the household, Th.2.16, 3.57, Antipho Soph.108, D.H.7.18, PLond.2.479.4 (iii A. D.), etc.:—also [suff] πᾰνοικ-ησίᾳ, Max.Tyr.19.1, Sammelb.6267.18 (iii A. D.), v.l. in Th.3.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανοικεσίᾳ
-
19 περιβοησία
περιβο-ησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβοησία
-
20 προκινησία
προκῑν-ησία, ἡ,A prior excitement, Phld.Ir.p.77 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκινησία
См. также в других словарях:
Καισαρήσιος — Καισαρήσιος, ησία, ον (Α) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Καισάρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καισάρεια + κατάλ. ήσιος] … Dictionary of Greek
κορακησία — κορακησία, ἡ (Α) ονομασία πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + κατάλ. ήσιος (θ. ησία), πρβλ. ιτ ήσιος, ημερ ήσιος. Με το ουδ. ήσιον τής ίδιας κατάλ. σχηματίστηκε η λ. κορακ ήσιον*] … Dictionary of Greek
παμπησία — παμπησία, ἡ (Α) πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου *πάν πητος] … Dictionary of Greek
φαγήσια — τὰ, Α (ενν. ἱερά) γιορτή που συνοδευόταν από ευωχία, από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ήσια, πληθ. ουδ. τής κατάλ. ήσιος (πρβλ. ἐτ ήσιος, ἡμερ ήσιος). Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί κατ… … Dictionary of Greek
χερσονήσιος — και χερρονήσιος, ησία, ον, Α [χερσόνησος / χερρόνησος] 1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο τής Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.) 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μαρκήσιος — ο θηλ. ησία (λ. λατ.) 1. αυτός που διοικούσε μία μαρκιωνία (διοικητική διαίρεση του φεουδαρχικού συστήματος στο μεσαίωνα). 2. τίτλος ευγένειας ανάμεσα στο δούκα και τον κόμητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)