-
121 κιννάβορι
κιννάβορι, εως, τό, oder nach B A. 104, 33 ὁ τὸν κιννάβαριν, ib. p. 1208; Ael. N. A. 4, 21; Zinnobererz, Zinnoberfarbe; auch eine andere rothe Farbe aus dem Harze des Drachenblutbaumes, κιννάβαρι Ἰνδικόν, = αἷμα δράκοντος, Diosc. u. a. Medic. Nach Choerobosc. in B. A. p. 1208 rothe Tinte, mit welcher der Kaiser schrieb. S. auch τιγγάβαρι.
-
122 γείνομαι
γείνομαι, Nebenform von γίγνομαι; ΓΙΝ = ΓΕΝ mit Guna u. Umlaut, ΓΑΙΝ, ΓΕΙΝ? Oder entstanden aus ΓΕΝΊΟΜΑΙ? Oder bloße Dehnung aus ΓΕ'ΝΟΜΑΙ? – Vgl. τείνω, ΤΕΝ-. – 1) praes. u. imperf., geboren, gezeugtwerden, Hom. u. sp. D.; Iliad. 22, 477 γεινόμεϑα, Bekker γιγνόμεϑα, 10, 71 γεινομένοισιν, Bekker γιγνομένοισιν, 23, 79 γεινόμενον, Bekker γιγνόμενον, Iliad. 20, 128. 24, 210 Odyss. 4, 208. 7, 198 γεινομένῳ, Bekker γιγνομένῳ. Scholl. Aristonic. Iliad. 20, 125 ἕως τοῦ γεινομένῳ ἐπένησε (vs. 128) ἀϑετοῦνται στίχοι τέσσαρες: hiernach las Aristarch Iliad. 20, 128 γεινομένῳ, wahrscheinlich also auch an den übrigen Stellen γεινόμεϑα, γεινομένοισιν, γεινόμενον, γεινομένῳ, Sengebusch Aristonic. p. 13 sq. – 2) aorist. ἐγεινάμην, erzeugen, gebären, Hom. oft; z. B. Iliad. 5, 800 ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς; 1, 280 ϑεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ; 7, 10 ὃν κορυνήτης γείνατ' Αρηίϑοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις; Odyss. 8, 312 ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασϑαι ὄφελλον; Odyss. 20, 202 Ζεῦ πάτερ, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, conjunct. zu ἐγεινάμην. nicht zu γεί. νομαι, statt γείνηαι. – Folgende: ἡ γειναμένη, die Mutter, Her. 4, 10; Xen. Mem. 1, 4, 7; Arist. H. A. 7, 2 die Kindbetterin; οἱ γεινόμενοι, die Eltern, Hes. Th. 1, 120. 122 u. Folgende; auch übertr. aufs Vaterland, Eur. Phoen. 1003. Vgl. übrigens γίγνομαι γειόθεν, = γῆϑεν, Callim. frg. bei Schol. Ap. Rh. 2, 375.
-
123 κεῖρις
-
124 κακό-μαντις
κακό-μαντις, εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, Ἐρινύς Aesch. Spt. 704, ϑυμός Pers. 10.
-
125 καμηλο-πάρδαλις
καμηλο-πάρδαλις, εως, ἡ, Giraffe (Kameelpardel), Ath. V, 201 c D. Sic. 2, 51 u. a. Sp.
-
126 καλαμ-άγρωστις
καλαμ-άγρωστις, εως, ἡ, Rohr-, Schilfgras, Diosc.
-
127 καλλι-φεγγής
καλλι-φεγγής, ές, schön leuchtend; Ἕως Eur. Hipp. 457 Tr. 860; Theodect. Stob. fl. 10, 8.
-
128 καλλί-πηχυς
καλλί-πηχυς, εως, mit schönen Ellenbogen; βραχίων Eur. Tr. 1194; παρϑένος, schönarmig, Alciphr. 3, 67.
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek