-
21 ἀγάασθαι
ἄγαμαιwonder: pres inf mp (epic)ἀγάωpres inf mp (epic)ἀγά̱ασθαι, ἀγάωpres inf mp (epic) -
22 αιτιάασθαι
-
23 αἰτιάασθαι
-
24 αλάασθαι
-
25 ἀλάασθαι
-
26 ανιάσθαι
ἀνιάομαιcure again: pres inf mpἀνιάομαιcure again: pres inf mpἀνιάωgrieve: pres inf mpἀνῑᾶσθαι, ἀνιάζωgrieve: fut inf mid -
27 ἀνιᾶσθαι
ἀνιάομαιcure again: pres inf mpἀνιάομαιcure again: pres inf mpἀνιάωgrieve: pres inf mpἀνῑᾶσθαι, ἀνιάζωgrieve: fut inf mid -
28 αντιάασθαι
ἀντιάωgo for the purpose of meeting: pres inf mp (epic)ἀντιά̱ασθαι, ἀντιάωgo for the purpose of meeting: pres inf mp (epic) -
29 ἀντιάασθαι
ἀντιάωgo for the purpose of meeting: pres inf mp (epic)ἀντιά̱ασθαι, ἀντιάωgo for the purpose of meeting: pres inf mp (epic) -
30 αράασθαι
-
31 ἀράασθαι
-
32 αάασθαι
-
33 ἀάασθαι
-
34 γοάασθαι
γοάωgroan: pres inf mp (epic)γοά̱ασθαι, γοάωgroan: pres inf mp (epic) -
35 δεικανάασθαι
δεικανάωpoint out: pres inf mp (epic)δεικανά̱ασθαι, δεικανάωpoint out: pres inf mp (epic) -
36 εγγυάασθαι
-
37 ἐγγυάασθαι
-
38 εδριάασθαι
-
39 ἑδριάασθαι
-
40 επαιονάασθαι
См. также в других словарях:
εἰσοράασθαι — εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσοράω look into pres inf mid (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look into pres inf mid (epic) εἰσοράω look into pres inf mp (epic) εἰσορά̱ασθαι , εἰσοράω look… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηριάασθαι — δηριάομαι contend pres inf mp (epic) δηριά̱ασθαι , δηριάομαι contend pres inf mp (epic) δηριάω contend pres inf mp (epic) δηριά̱ασθαι , δηριάω contend pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκοπιάασθαι — διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιά̱ασθαι , διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) διασκοπιά̱ασθαι , διασκοπιάομαι watch as from a pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμητιάασθαι — συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιά̱ασθαι , συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) συμμητιά̱ασθαι , συμμητιάομαι take counsel with pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφαφάασθαι — ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφά̱ασθαι , ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) ἀμφαφά̱ασθαι , ἀμφαφάω touch pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁράασθαι — ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mid (epic) ὁρά̱ασθαι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mid (epic) ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mp (epic) ὁρά̱ασθαι , ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek
αἰτιάασθαι — αἰτιάομαι accuse pres inf mp (epic) αἰτιά̱ασθαι , αἰτιάομαι accuse pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοάασθαι — γοάω groan pres inf mp (epic) γοά̱ασθαι , γοάω groan pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)