-
1 ω!
ὤ!interj. (выраж. изумление, восхищение, негодование или скорбь) о!, ой!, ах!ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός! Theocr. — о, что за эбеновое дерево, что за золото!;
ὤ, τί λέγεις ; Plat. — да ну, что ты говоришь?;ὢ τάλας ἐγώ! Soph. — ах я несчастный!
См. также в других словарях:
ω — ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.) γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.) 2. (στην αρχ … Dictionary of Greek