-
1 φιλιος
I1) дружеский, дружественный(λόγοι Her.; φρήν Aesch.; χώρα Thuc.)
πρεσβεία φιλία Xen. — посольство в дружественную страну2) любящий(ὄμματα Aesch.; χείρ Soph.)
3) покровительствующий дружбе(Ζεύς Plat., Men.)
4) благосклонный, благодетельный(νύξ Aesch.; Κύπρις Anth.)
5) любимый, дорогой, милый(γυνή Aesch.; γενέθλα Soph.)
IIὅ божество дружбыπρὸς φιλίου Plat. — ради бога дружбы;
μὰ τὸν φίλιον τὸν ἐμόν τε καὴ σόν Plat. — клянусь божеством, покровительствующим нашей с тобой дружбе
См. также в других словарях:
κτεάτειρα — κτεάτειρα, ἡ (Α) η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά τειρα, αντί τών *κτήτειρα, *κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση τού τ. κτέατα] … Dictionary of Greek