-
1 ροπαλικος
3булавовидный, утолщающийся к концуστίχος ῥ. — булавовидный стих (в котором каждое слово на один слог длиннее предыдущего, напр. ὦ μάκαρ΄ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον Hom.)
См. также в других словарях:
Ропалический стих — (от греч. ρόπαλον палица) термин неолатинской версификации: стих, в котором первое слово односложное, второе двусложное и т. д. до конца, так что стих к концу подобно палице утолщается, откуда и название. Например: Rem tibi concessi, doctissime,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
RHOPALICI Versus — dicti a Graeca voce ῥοπαλὸν, clava, quam massucam Galli vocant, a monosyllabo incipiunt, quod est veluti caput massucae. Ut in hoc versu, Spes Deus aeternae est stationis conciliator. Et apud Homer. Il. γ. v. 182. Ω᾿ μάκαρ Ἀτρείδη μοιρηγενὲς… … Hofmann J. Lexicon universale
μοιρηγενής — μοιρηγενής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γενής (< γένος). Το η οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους] … Dictionary of Greek
ολβιοδαίμων — ὀλβιοδαίμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων)] … Dictionary of Greek
ροπαλικός — ή, όν, Α [ῥόπαλον] φρ. «ῥοπαλικὸς στίχος» στίχος τού οποίου κάθε λέξη είναι κατά μια συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιριγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek