-
1 κελευτιαω
[frequ. к κελεύω См. κελευω] (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказыватьἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ΄ ἐπὴ πύργων πάντοσε φοιτήτην Hom. — оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания
См. также в других словарях:
ὦρσεν — ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek