-
1 κατ-όπτης
κατ-όπτης, ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.
-
2 κατοπτης
- ου ὅ1) разведчик(στρατοῦ Aesch.)
2) созерцатель, наблюдатель(τῶν πραγμάτων Aesch.)
ὦ Ζεῦ διόπτα καὴ κατόπτα πανταχῇ! Arph. — о Зевс, проникающий взглядом во все и все обозревающий! -
3 διόπτης
A looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα ! says Dicaeopolis in Ar.Ach. 435, holding up a ragged garment to the light.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόπτης
-
4 κατόπτης
2 one who visits or explores, κλιμάτων καὶ ἐθνῶν Vett. Val.330.15; one who contemplates,οὐρανοῦ Ph.
Bybl. ap. Eus.PE1.10.2 κατόπτας, ὁ, title of an officer in [dialect] Boeot. towns, IG7.303.21 ([place name] Oropus), 3172.140 ([place name] Orchomenus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόπτης
-
5 κατόπτης
κατ-όπτης, ὁ, ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schaut; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles
См. также в других словарях:
κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ … Dictionary of Greek