-
1 υπηχεω
1) давать отголосок, откликаться Hes.ὥσθ΄ ὑπηχῆσαι χθόνα Eur. — так, что загудела земля;
σαθρὸν ὑ. Plut. — давать надтреснутый отзвук2) вторить, подпевать(τῷ χορῷ Plat.)
ἄλλο τι ὑ. Luc. — вторить невпопад, фальшивить -
2 φιλτρον
τό [φιλέω] тж. pl.1) любовный напиток, приворотное зелье Pind., Eur., Xen., Arst. etc.τῷ φίλτρῳ ἐκμῆναι τὸν πόθον τινός Soph. — колдовским зельем разбудить чью-л. страсть
2) возбудитель, движущее начало(φίλτρα τῆς τόλμης Aesch.)
φέρει φ. τὸ τίκτειν, ὥσθ΄ ὑπερκάμνειν τέκνων Eur. — материнство побуждает переносить страдания из-за детей3) очарование, восторгφ. φρενῶν Eur. — радость для души
4) успокоительное средствоφ. ἵππειον Pind. — средство унять (ретивого) коня, т.е. узда
5) чары, привлекательность, прелесть(ἐνῆν τῇ κόρῃ πολλὰ φίλτρα Plut.)
εἰρήνης φ. Plut. — прелести мирной жизни6) только pl. любовь(τὰ θεῶν φίλτρα Eur.; τὰ μητρὸς φίλτρα Anth.)
τῶν φίλτρων τινὸς στέρεσθαι Eur. — быть лишенным чьей-л. любви7) бот. дикий пастернак (считавшийся афродисийским средством; ср. Φιλτραῖος)
См. также в других словарях:
ὥσθ' — ὥστε , ὥστε as being indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek
προχαίρω — Α 1. χαίρομαι από πριν («ὡσθ ἡμῑν συμβαίνειν τὸ προχαίρειν», Πλάτ.) 2. (η προστ.) προχαιρέτω ειρων. ας λείπει κάτι τέτοιο (Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… … Dictionary of Greek
υπηχώ — έω, ΜΑ [ἠχῶ] 1. υποδεικνύω, υπαγορεύω («θεὸν διδάσκαλον ὑπηχοῡντα ἐν τῷ ἀδύτῳ τῆς ψυχῆς ἡμῶν παρεῑναι εὐχόμενοι», Ωριγ.) 2. (στην ψαλμωδία) συνοδεύω με τη δική μου φωνή («ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος κἂν πάντες ὑπηχῶσιν, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ἡ φωνὴ… … Dictionary of Greek